Περί τα τέλη της Δεκαετίας του ΄80 η ελληνική τηλεόραση πρόβαλε την ταινία: Ο άνθρωπος του τραίνου. Τόπος της ταινίας: η Επίδαυρος, το Ναύπλιο και το Μπούρτζι. Πρωταγωνιστές η Άννα Συνοδινού, ο Γιώργος Παπάς (ο γιος της Μυρτιώτισσας), η Ζωρζ Σαρρή, ο Μιχάλης Νικολινάκος και άλλοι. Εποχή του έργου: η μετά τον πόλεμο Ελλάδα. Ο Γιάννης Μαρής έγραψε το σενάριο Η ιστορία εκτυλίσσεται με τους ανθρώπους που έζησαν και βγήκαν ζωντανοί την δεκαετία του σαράντα, τον πόλεμο την κατοχή και τον εμφύλιο. Όλοι αυτοί είναι και οι χαρακτήρες του Γιάννη Μαρή στις αστυνομικές του ιστορίες (αντιστασιακοί, δωσίλογοι κι όλοι οι ανθρώπινοι τύποι που βγήκαν μετά από εκείνη την περίοδο).
Με είχε εντυπωσιάσει ο Μιχάλης Νικολινάκος στο ρόλο του στην ταινία. Τον είχα δει επίσης στην ταινία «το τελευταίο ψέμα» του Μιχάλη Κακογιάννη και στην ταινία « έγκλημα στο Κολωνάκι», αλλά εντύπωση μου είχε κάνε ο ρόλος του στην ταινία «ο άνθρωπος του τραίνου». Που να φανταζόμουνα ότι στον ρόλο του έπαιζε τον εαυτό του; Ενδιαφέρθηκα να μάθω, αλλά σκοτάδι.
Ξεχάστηκε το πράγμα. Αλλά με κάθε ευκαιρία ρωτούσα, αλλά δεν έπαιρνα καμία πληροφορία . Το έφερε η μοίρα να ανταμώσω με το έργο του από κοντά κι έκπληκτος διαπίστωσα ότι δεν γνώριζα ότι ήταν ζωγράφος και σκιτσογράφος σημαντικός και για περίπου δεκαπέντε χρόνια ηθοποιός του Κινηματρογράφου.
Ήταν γενιά της δεκαετίας του ‘40 ο Μιχάλης Νικολινάκος. Μανιάτης. Γεννήθηκε στα Χανιά το 1920, εκεί υπηρετούσε ο πατέρας του, λιμενικός. Στην αρχή της δεκαετίας του σαράντα φοίτησε στην Ανωτάτη Εμπορική για δύο χρόνια, αλλά δεν μπορούσε να προδώσει την επίσημη αγαπημένη, την Ζωγραφική. Εγκατέλειψε τις οικονομικές σπουδές. Κι από πολύ νωρίς έβγαζε τα προς το ζην κάνοντας σκίτσα για περιοδικά κι εφημερίδες της εποχής στον Πειραιά. Είχε εγκατασταθεί από χρόνια με την οικογένειά του ως μαθητής του Γυμνασίου στα Μανιάτικα, περιοχή της Κοκκινιάς.
Έλαβε μέρος στην Αντίσταση με πολύ σημαντική δράση. Με τα πεννάκια του και τις μπογιές του στην ημερήσια διάταξη έφτιαχνε κάθε βράδυ δεκάδες σχέδια στους τοίχους του Πειραιά και έκανε αφίσες κατά των «Ούννων». Έτσι ονομάτιζε τη αγριότητα των μακελάρηδων και την παρομοίαζε με την ιστορικά καταγραμμένη αγριότητα των Ούννων, όπου στο πέρασμά τους δεν άφηναν λιθάρι πάνω στο άλλο λιθάρι. Ήταν επικηρυγμένος από τους Γερμανούς αλλά παρ’ όλο το χαρακτηριστικό μεγάλο ύψος που είχε ως εκ θαύματος κατάφερνε να ξεφεύγει από το κυνηγητό τους. Η ζωή του στην διάρκεια της κατοχής παίχτηκε πραγματικά στα ζάρια πολλές φορές. Τελευταία στιγμή σαν από μηχανής θεός η τύχη τον βοηθούσε να παραμένει στη ζωή και να συνεχίζει τον αγώνα του.
Ο πυρήνας πολιτισμού, που βρέθηκε ο Μιχάλης, ήταν πριν τον πόλεμο του σαράντα η λέσχη Ο. Φ. Ο. Κ ( μετέπειτα Ο . Φ . Ο. Ν ) όπου σύχναζαν τότε κι άλλοι νέοι της εποχής όπως ο Δημήτρης Παπαδίτσας, ο Αθηνόδωρος Προύσαλης, ο Έκτορας Κακναβάτος, ο Γιώργος Μετσόλης κι άλλοι. Όλοι τους μετά την είσοδο των Γερμανών βρέθηκαν στην παρανομία, για να δώσουν κι αυτοί ό,τι μπορούσαν στην αντίσταση κατά των κατακτητών.
Μετά την απελευθέρωση, το 1946 δίνει εξετάσεις στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και πετυχαίνει, αποφοιτά το 1949 και καταπιάνεται με τη σκηνογραφία του Κινηματογράφου και του Θεάτρου. Από σύμπτωση και με το κυνήγι και την αγωνία του επιούσιου. Έκανε από διακόσμηση πλατειών μέχρι μαγαζιών . Στον κινηματογράφο μπαίνει παρακινημένος από τον ηθοποιό Βασίλη Αργυρόπουλο. Σπουδάζει και αποφοιτά από την Σχολή του Ροντήρη για τρία χρόνια, αποκτώντας και την κατάρτιση του ηθοποιού. Είναι μια ξεχωριστή φιγούρα λόγω ύψους και εμφάνισης, έχει χαρακτηριστικά και ομορφιά που δεν τσιγκουνεύτηκε η φύση να του δωρίσει. Οι ταινίες που πρωταγωνιστεί ή συμμετέχει είναι συνολικά 35. Ενδεικτικά: «Το τελευταίο ψέμα», «ο άνθρωπος του τραίνου», «έγκλημα στο Κολωνάκι» , «το παιδί και το δελφίνι» κι άλλες. Παράλληλα πάντα ζωγραφίζει (συμμετέχει σε εκθέσεις ομαδικές σχεδόν κάθε χρόνο από το σαράντα έξη και μετά) και κάνει σκίτσα για περιοδικά κι εφημερίδες (αναφέρω την συνεργασία του με την ιστορική εφημερίδα «Ελευθερία» η οποία έκλεισε κατά την έναρξη του χουντικού παραληρήματος).
Το ‘65 εγκαταλείπει τον κινηματογράφο και συνεχίζει να δουλεύει ως σκιτσογράφος και ζωγραφίζει μέχρι το ’86 που κάνει μια μεγάλη έκθεση με ακουαρέλες στην αίθουσα του Δήμου Αθηναίων. Επιβραβεύεται από έγκριτους ανθρώπους δίκαια και κάπως όψιμα. Στους πίνακες αυτούς φαίνεται ότι στην τεχνική της ακουαρέλας – από τις πιο δύσκολες τεχνικές – δίνει αριστουργηματικούς πίνακες. Με τους ζωγράφους Πάρι Πρέκα, Αγήνωρα Αστεριάδη και Ορέστη Κανέλλη έχω διακρίνει συγγένειες. Ο Ορέστης Καννέλης κάνει αναφορά γι’ αυτόν το 1946 στον Ριζοσπάστη της Δευτέρας.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του γράφει κάποια λιγοστά αυτοβιογραφικά κείμενα που αποκαλύπτουν κάτω από τις γραμμές την ψυχοσύνθεση και το καλλιτεχνικό πολύπλευρο ταλέντο του. Το σημαντικό έργο της ζωγραφικής και της σκιτσογραφίας του έχει παραμείνει άγνωστο στη σύγχρονη εκδοτική αγορά.
Εκφραζότανε κατά καιρούς για την τέχνη της ζωγραφικής. Αντιγράφω πιο κάτω τα λόγια του από την απάντηση που έδωσε στην Βραδυνή στις 7 Ιουνίου του 1953, με την ευκαιρία συμμετοχής σε μια έκθεση, για την ερμηνεία και τον προσανατολισμό της τέχνης του:
«Τα πάντα είναι για μένα ερέθισμα. Δεν υπάρχει τίποτα που να μην μ’ ενδιαφέρει. Μισώ τις πυξίδες για τον εκνευριστικό προσανατολισμό τους. Ωστόσο παραδέχομαι το μόνιμο στοιχείο των αρχών της τεχνικής στη ζωγραφική. Πιστεύω πως η τέχνη δεν είναι μια πεπαλαιωμένη αφαίρεση, χωρίς να συμφωνώ με του πληθωρικούς είτε τους ψυχοπαθείς.
Κι’ ακόμα ήθελα να πω πως η ζωγραφική μου είναι θαρρώ ένα ατέλειωτο ξύπνημα, μια συμβολή και πρόσθεση στην οδυνηρή υπόθεση της προβολής του ατόμου στο χώρο. Για τον χρόνο ας φροντίσουν οι συντάκτες ημερολογίων μετά τον θάνατό μου. Το αν ζωγραφίζω, αυτό χρωστιέται στην αδιάκοπη παρουσία του ήλιου, της γης και των ανθρώπων. Δε φορώ γυαλιά, κοιτάζω τον ήλιο κατάματα και τη γη την δέχομαι πιο ευγενικά από όσο η ίδια θα με δεχτεί και κυκλοφορώ ανάμεσα στους όμοιούς μου με τα καθημερινά μου ρούχα, χωρίς ίχνος πανοπλίας ή οιασδήποτε άλλης αισθητικής φλούδας. Αυτός είναι ο τρόπος να ζωγραφίσει κανείς πολύ περισσότερους πίνακες απ’ όσο κι’ ο ίδιος νομίζει, αφού η ζωγραφική όραση αποκαλύπτει παντού και πάντα αριστουργήματα που ο θλιβερός αισθητικός ή ο εν αγνοία τελών ούτε καν υποψιάζονται. Το να μη ξεχωρίζει κανείς τη ζωή του από την τέχνη του είναι ο παρήγορος και ο μόνος σωστός τρόπος. Να μη ζεσταίνεται ο ζωγράφος από τον ήλιο του μουσαμά του μήτε και να αποβλακώνεται από υπερβολική πρόσδοση σημασίας στις αστρονομικές γνώσεις των κατά τόπους αστροσκόπων ή, ακόμα θλιβερότερο, να πεθαίνει από την ηλίαση κτηνώδους ζωικής ηλιολατρείας. Εννοώ του υπερβολικά αμαθείς με το κάποιο ταλέντο και τους υπρεκαλλιεργημένους, που ούτε καν έχουν σχέση με την αληθινή προσωπική δημιουργία. Γιατί αγαπώ αυτούς που η ζωή και το έργο τους αυτοσημαίνονται».
Από την απάντησή του κρατώ τη φράση: ένα ατέλειωτο ξύπνημα. Έτσι χαρακτηρίζει την ζωγραφική του. Θεωρεί συμπυκνωμένο το χρόνο του ξυπνήματος, ώστε στην ψυχή του να επανέρχεται στην παραδείσια κατάσταση από την αποσυμπύκνωσή του. Με άλλα λόγια το διαρκές ξάφνισμα όταν αντικρίζει τον κόσμο μετά από τον ύπνο είναι η βάση της ζωγραφικής του.
Επίσης κρατώ την τελευταία πρόταση: Γιατί αγαπώ αυτούς που η ζωή και το έργο τους αυτοσημαίνονται. Ταυτίζομαι με την άποψή του γιατί θεωρώ ότι αν έργο και καλλιτέχνης δεν είναι ίδιας κοπής, κάπου υπάρχει ένα μεγάλο ψέμα.
Για την ζωγραφική του Μιχάλη Νικολινάκου παίρνω την ευθύνη των λόγων μου να γράψω λίγες γραμμές περισσότερο βλέποντάς την με τα μάτια τη ποίησης, παρά με τα μάτια του κριτικού με την αυστηρότητα των τεχνοτροπιών και της τεχνικής.
Έβλεπε ο ζωγράφος τα χρώματα στις ακουραρέλες του μέσα από τις αποχρώσεις του θαλασσινού νερού. Στους πίνακές του οι γραμμές των χρωμάτων πάντα κατεβαίνουν ή κινούνται παράλληλα πάρα πολύ γλυκά και βαθαίνει η ψυχή του μέσα στο θέμα. Τα χρώματά του κινούνται παράλληλα με το φως ή στροβιλίζονται με γλυκύτητα ή ορμητικά με μεταφυσική αγωνία. Όλα τα βλέπει από την απόσταση της ευγενικής ψυχής του. Τελικά γίνονταν ένα με το κάθε έργο του, γι’ αυτό δεν τα πουλούσε, δεν ήθελε να τα αποχωριστεί. Όταν του ζητούσαν κάποιο έργο έλεγε: δεν πωλείται θα κάνω ένα για εσάς. Και πωλούσε μόνο παραγγελίες.
Τα καράβια του στο Πέραμα και στο λιμάνι του Πειραιά μου θύμισαν τα καράβια του Πάρι Πρέκα κι ένας πίνακας με ένα ελαιώνα τον αντίστοιχο ελαιώνα του Ορέστη Κανέλλη.
Οι πίνακές του έχουν μια διαφορετική διάσταση και μία ανάγνωση του Κόσμου με το μάτι του ανθρώπου που πασχίζει να αποφορτίσει τη ζωή από τον τοπίο που βλέπει και να την τοποθετήσει σε μια αισθητική διάσταση που της δίνει η παραδείσια ανάμνηση. Η ιερότητα της ζωής και ο ανθρωπισμός ήταν η σκέπη που κάλυπτε τα έργα του. Αλλού ίσως μιλήσω πιο διεξοδικά για το ζωγραφικό του έργο.
Γιάννης Χρυσανθόπουλος
Αύγουστος 2010