«Τα πάντα είναι για μένα ερέθισμα. Δεν υπάρχει τίποτα που να μην μ’ ενδιαφέρει. Μισώ τις πυξίδες για τον εκνευριστικό προσανατολισμό τους. Ωστόσο παραδέχομαι  το μόνιμο στοιχείο των αρχών της τεχνικής στη ζωγραφική. Πιστεύω πως η τέχνη δεν είναι μια πεπαλαιωμένη αφαίρεση, χωρίς να συμφωνώ με του πληθωρικούς είτε τους ψυχοπαθείς.

Κι’ ακόμα ήθελα να πω πως η ζωγραφική μου είναι θαρρώ ένα ατέλειωτο ξύπνημα, μια συμβολή και πρόσθεση στην οδυνηρή υπόθεση της προβολής του ατόμου στο χώρο. Για τον χρόνο ας φροντίσουν οι συντάκτες ημερολογίων μετά τον θάνατό μου. Το αν ζωγραφίζω, αυτό χρωστιέται στην αδιάκοπη παρουσία του ήλιου, της γης και των ανθρώπων. Δε φορώ γυαλιά, κοιτάζω τον ήλιο κατάματα και τη γη την δέχομαι πιο ευγενικά από όσο η ίδια θα με δεχτεί και κυκλοφορώ  ανάμεσα στους όμοιούς μου με τα καθημερινά  μου ρούχα, χωρίς ίχνος πανοπλίας ή οιασδήποτε άλλης αισθητικής φλούδας. Αυτός είναι ο τρόπος να  ζωγραφίσει κανείς πολύ περισσότερους πίνακες απ’ όσο κι’ ο ίδιος νομίζει, αφού η ζωγραφική όραση αποκαλύπτει παντού και πάντα αριστουργήματα που ο θλιβερός αισθητικός ή ο εν αγνοία τελών ούτε καν υποψιάζονται.

Το να μη ξεχωρίζει κανείς τη ζωή του από την τέχνη του είναι ο παρήγορος και ο μόνος σωστός τρόπος. Να μη ζεσταίνεται ο ζωγράφος από τον ήλιο του μουσαμά του μήτε και να αποβλακώνεται από υπερβολική πρόσδοση  σημασίας στις αστρονομικές  γνώσεις των κατά τόπους αστροσκόπων ή, ακόμα θλιβερότερο, να πεθαίνει από την ηλίαση κτηνώδους ζωικής ηλιολατρείας. Εννοώ τους υπερβολικά αμαθείς με το κάποιο ταλέντο και τους υπερκαλλιεργημένους, που ούτε καν έχουν σχέση με την αληθινή προσωπική δημιουργία. Γιατί αγαπώ αυτούς που η ζωή και το έργο τους αυτοσημαίνονται».

Μιχάλης Νικολινάκος