Πέρασαν πάνω από 60 χρόνια. Ταναλιζόμασταν κι οι δύο, ο καθένας με τον τρόπο του και τη ζωή του, βάσανα είχαμε, και ποιος δεν είχε και δεν έχει ακόμα … Αυτή, ένας λόγος παραπάνω .. Μικρή ήταν ομορφούλα, είχε γκριζογάλανα μάτια, όντας ακόμα και μελαχροινή … Δεν έπαιρνε και πολύ τα γράμματα – ήταν τεμπέλα και πάντοτε βραδυπορώντας. Από πολύ μικρή μέχρι που μεγάλωσε ήταν κλαψάρα ασταμάτητα, έξυπνη και πονηρή. Ησχολείτο με την πέριξ περιοχή, γειτόνισσες πες – πες με πάθος ! Αγαπητή παντού και πρόσχαρη. Αξιούσε το δίκιο της αμετάκλητα. Ζητούσε ικανοποίηση χωρίς πολλές κουβέντες … Σκασμός! της φώναζα, και μαζευότανε στη γωνιά της με τις φυλλάδες της ανοιγμένες. Με φοβότανε η με σεβότανε: Η η καταγωγή μας απ’ τη Μάνη ; Μπορεί η γνήσια προέλευση του πατρός και της μητρός … Εκεί που βουτούσε ο Ταύγετος στο Ταίναρο, εκεί οι άνθρωποι είναι σκληροί, αλλά και τρυφεροί, τρώνε τις σάρκες τους. Ο τόπος είναι άγονος. Πέτρα στην πέτρα, που λέει και ο ποιητής. Το πώς κατάφερναν να επιζούνε και να συντηρούνται, ένας θεός το ξέρει. Τους μάστιζε η φυματίωση. Δηλ η νήστια, γιατί αποδείχτηκε εκ των πραγμάτων πως ήταν κατ’ ανάγκη η φυματίωση ίση με τη νηστεία. Ήταν ευπρεπείς και ακολουθούσαν τον τρόπο τους. Φυσικά εννοώ αυτούς που ζούσαν μονίμως στο χωριό τους … Πολύς λίγος αριθμός. Ολόκληρα σόγια εξανεμίζονταν. Αμετακίνητοι και προσκολλημένοι στις ιερές παραδόσεις. Όμως η Κατερίνα κι εγώ δεν ζούσαμε στο κακοτράχαλο χωριό τους , αλλά στην πρωτεύουσα και στις πολιτείες. Καλαμάτα , Κέρκυρα και Χαλκίδα. Η οικογένεια ήτα πενταμελής. Δυο αγόρια και ένα κορίτσι την Κατερίνα, το Κώστα και μένα. Μια βασανισμένη Μανιάτισσα μόνο και ένας άρρωστος πατέρας., λιμενικός, κελευστής, προσπαθούσε να το βγάλει πέρα. Και όλα αυτά στο ξεκίνημα της οικογένειας.
Βρισκόμαστε στη Χαλκίδα – μετάθεση του πατέρα. Θυμάμαι,
πως όλοι είμασταν κακόκεφοι με την άφιξή μας. Ναύτες υφιστάμενοι του πατέρα μου κουβαλήσανε εκεί πλησίον τις οικοσκευές στο σπίτι που θα κατοικούσαμε. Για πόσο; Κανείς δεν ήξερε. Υγρασία στο δυο δωμάτια. Κανείς δεν τολμούσε να γκρινιάξει. Θα … συνηθίζαμε στο νέο … αρχοντικό μας ! … Πέρασαν τρεις – τέσσερες μήνες που συνέβηκε το ανεπάντεχο.
Ήταν πρωί στο πόδι όλοι. Εγώ πήγαινα σχολειό στο Δημοτικό. Ο μόνος, γιατί η Κατερίνα και ο Κώστας ήτα μικρούληδες. Σας περιγράφω το σκηνικό. Μια βρύση μικρή κρεμασμένη στον τοίχο με μια σκάφη να υποδεχθεί το σαπουνόνερο. Μια ντουλάπα παλιά – μπαίναμε τα ρούχα μας. Ένα λαβομάνο με παλιά μάρμαρα, ίσα με το μπόι μου, τραπέζι στη μέση της κρεμάστρες στον τοίχο. Αυτό βέβαια ήταν η σάλα η κάτι τέτοιο … Δυο κρεβάτια και τίποτ’ άλλο. Ο πατέρας γοργά με τις χούφτες του ρίχνει νερό στο πρόσωπό του και ακούγεται το ρουφηχτό του. Ξεροστάλιαζα στη μέση του δωματίου περιμένοντας η μάνα μου ν’ ασχοληθεί μαζί μου. Ξαφνικά βλέπω την Κατερίνα να ανασηκώνεται στα δάχτυλά του ποδιού της και απλώνοντας το δεξί της χέρι προσπαθεί να πάρει ένα σύκο κομμένο και κολλημένο (δίπλα) και στρίβει το κεφάλι της να με δει . (Να τι παίρνω εγώ ενώ εσύ;) σα να μου ‘ λεγε. Η λαιμαργία μου, χωρίς ν’ αργοπορήσω, με σπρώχνει στην άκρη του «λαβομάν», που ήξερα πως ο πατέρας μου άφηνε ο υπηρεσιακό του πιστόλι. Ανασηκώνομαι στα πόδια μου κι εγώ, αρπάζω το όπλο, το πιάνω με τα δυο μου χέρια τεντωμένα μπροστά στο ύψος της αδελφής μου, σκοπεύω την αδελφή μου, για να την βγάλω από τη μέση! τρώγοντας το σύκο … Σκοπεύω το κεφάλι του κοριτσιού και τραβάω τη σκανδάλη … Φωνές ξαφνικά με τον κρότο του πιστολιού, στριγγλιές, φωνές της μάνας και του πατέρα και εγώ βαστώντας το πιστόλι αμήχανος και δυστυχής γι’ αυτό που έκανα …
Τρέχει ο πατέρας, αρπάζει το κορίτσι και το ψάχνει στο κεφάλι. Ταυτόχρονα αρπάζει από τα χέρια μου το όπλο, ενώ αυτή, κλαψάρα από την φύση της, αλλά και η μάνα μου η αγαθή … έψαχνε στο βάθος του αυτιού για να ανακαλύψει το βλήμα !!
……………………………………………………………………………..
Πέρασαν από τότε εξήντα χρόνια. Έξι χρονών παιδί δεν έγινα αδελφοκτόνος. Ήταν η μονάκριβη αδελφή μου, η Κατερίνα. Πέθανε στη «Σωτηρία» Τρίτη 26 Φλεβάρη το 1991. Ο χαμός της με συγκλονίζει. Δεν θα την ξαναδώ ποτέ…
ΜΙΧΑΛΗΣ ΝΙΚΟΛΙΝΑΚΟΣ