Μαύρες μέρες της Κατοχής 1941. Πείνα, δυστυχία, τρόμος, φρίκη, απόγνωση. Μόνο όσοι τα έζησαν μπορούν αληθινά να τα αισθανθούν ολ’ αυτά.
Εκείνο το χειμωνιάτικο σούρουπο – όμοια θλιβερό και παγερό μ’ αυτά που κάθε μέρα κυλούσαν – γύρισα θυμάμαι αλαφιασμένος, με την ψυχή στο στόμα σπίτι μου, κρατώντας τη συγκομιδή της ημέρας απ’ το γειτονικό λαικό συσσίτιο πληγούρι, καλαμπόκι, πριονίδι – άθλιο παρασκεύασμα αλλά λαχταριστό για την περίσταση.
Στο σπίτι με καρτερούσαν η μάνα μου – τον πατέρα μου, λιμενικό αξιωματικό τον χάσαμε στον πόλεμο – η αδελφή μου κι ο μικρός αδελφός. Κοντά στ’ άλλα – δυσανάλογα βαρειά για την ηλικία μου και τις συνθήκες – συναισθήματα ένοιωθα και τούτο το παράξενο. Ήμουν προστάτης στους δικούς μου, αντικαθιστούσα τον πεθαμένο πατέρα μου, όπως προστάζει το Μανιάτικο χρέος, είχα ευθύνες για όλους μας! Ήμουν τόσο δα μικρούλης αλλά φανταζόμουν τον εαυτό μου αληθινά μεγάλο και δυνατό.
***
Οι μαύρες μέρες της Κατοχής … Αγωνία, λαχτάρα, καρδιοχτύπι. Φάγαμε αρπαχτά εκείνο το χειμωνιάτικο σούρουπο, κλειδαμπαρωθήκαμε και κουρνιάσαμε. Το φως περιορισμένο και πολύτιμο – «συσκότιση» υποχρεωτική – κρύο, παγωνιά ανύπαρχτη ζέστα στο φτωχό μας δωμάτιο — Όνειρα εφιαλτικά, ξαφνιάσματα στον ύπνο, ίδιος τρόμος για όλους μας.
Θάχαν περάσει αρκετές ώρες όταν έγινε το κακό. Πετάχτηκα, θυμάμαι, γρήγορα όρθιος απ’ το κρεβάτι μου καλώντας και τ’ αδέλφια μου κοντά μου για να τα προστατέψω. Πέσαμε μπρούμητα στο τσιμεντένιο πάτωμα κοντά στην πόρτα που βρίσκεται προς την αυλή …
Σβέλτα τράβηξα το τραπέζι, τις καρέκλες κι ότι άλλο υπήρχε μπροστά μου κι έφραζα μ’ αυτά την πόρτα – σωστό οδόφραγμα. Κάτι φώναξα στους δικούς μου, κάτι αυτοί σε μένα, αλλά τίποτα δεν ακουγόταν. Χιλιάδες βλήματα, ριπές , σωστό πανδαιμόνιο από κρότους, αστραπές, λάμψεις. Καυτό σίδερο χυνόταν έξω στον αέρα κι απ’ τις χαραμάδες της πόρτας έμπαιναν πύρινες γλώσσες. Η συντέλεια του κόσμου … αυτό ήταν! «Όλα τελειώνουν εδώ» σκέφτηκα και λαχτάρησα όσο ποτέ τη ζωή. Δεν ήθελα να πεθάνω προτού προλάβω να ζήσω … Ωστόσο περίμενα καρτερικά, σφίγγοντας τ’ αγαπημένα μου πρόσωπα – αν για στερνή φορά – κοντά μου μέχρι νάρθει η μοιραία στιγμή …
Δεν θυμάμαι πως πέρασαν οι ώρες. Είχαμε ξυλιάσει όλοι μας κατάχαμα στο τσιμέντο, ξαγρυπνισμένοι απ’ την αγωνία και την κούραση, με την πρωινή διαπεραστική παγωνιά να φτάνει ως το κόκκαλο. Χάραμα. Κοιταχτήκαμε. Όλοι είμαστε καλά, ακέραιοι, σώοι.
-Δόξα σοι ο Θεός σταυροκοπήθηκε η μάνα μου.
Ένοιωθα σαν νάβγαινα απ’ την Κόλαση. Μπουσουλώντας σύρθηκα ως την πόρτα, τράβηξα σιγά – σιγά όλα εκείνα τα πράγματα, την άνοιξα με προσοχή και με τον ίδιο τρόπο βγήκα στην αυλή. Παράξενο. Ησυχία, νέκρα, γαλήνη. Ξαφνικά όλα αυτά τάσπασε – απίθανα αστείο – το πρωινό «νίψιμο» του Μπάρμπα Αντώνη του Κάσση – Θεός σχωρέστον εκεί που βρίσκεται – ενός Μανιάτη λεβεντόγερου μέχρι κει πάνω, με πηγαίο και πλούσιο γέλιο, με μια απέραντη καρδιά και μια ζωντάνια που σπάνια τη βρίσκεις σε άνθρωπο της ηλικίας του.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ που κάθε χρόνο το κατακαλόκαιρο έβγαινε και με την αγριοφωνάρα του φώναζε στο μανάβη μανιάτικα:
Μανάβηηη! Ε Μανάβη ! Θέου ένα καρπούζι να είναι κότσινο! Ζιατί
είμαι κομμουνιστής!
Ρούφαγε το νερό από ένα μεγάλο κουβά, συμπλήρωνε μ’ όσο νερό γιόμιζαν οι δυο πελώριες χούφτες του, πλενόταν και ξανά απ’ την αρχή …
Έφτασα στον απέναντι τοίχο, ανασήκωσα το κεφάλι μου προσεχτικά για το ενδεχόμενο καμμιάς « αδέσποτης» κι είπα χαμηλόφωνα:
-Μπάραμπα Αντώνη, μπάρμπα Αντώνη μ’ ακούς ; Χάθηκαν πολλοί, πες μου … Τι χαλασμός κόσμου έγινε πάλι απόψε;
Ο Μπάρμπα Αντώνης, σαν να μην είχε συμβεί τίποτε, ενοχλημένος μάλλον που του διέκοψα … την ιεροτελεστία του «νιψίματος» γύρισε αργά, ερευνητικά, κάρφωσε τα μάτια του επάνω μου και ξαφνικά … ξεσπάει σ΄ ένα βροντερό ομηρικό χάχανο – ακόμα τ’ ακούω γιατί θα μου μείνει αξέχαστο – και μου λέει:
-Τι είναι αυτά που λες μωρέ μαντράχαλε; Άντε μωρέ και του χρόνου! Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος και γρήγορα καλή λευτεριά . Λυσάξανε τα βρωμόσκυλα όλη τη νύχτα να ρίχνουνε πυροβολισμούς και πυροτεχνήματα …
Σαν κάτι ν’ άστραψε ξαφνικά στο νου μου κι άρχισα να καταλαβαίνω.
-Ώστε γι αυτό … μουρμούρισα. Παραμονή Πρωτοχρονιάς κι οι Γερμαναράδες με τους Ιταλούς το γιόρτασαν όπως στην πατρίδα τους … Και βάλθηκα να γελάω κι εγώ δυνατά.
Μαύρες μέρες της Κατοχής 1941.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΝΙΚΟΛΙΝΑΚΟΣ