Ανήκω σαυτούς που το παρελθόν, και τα βιώματά τους τους τρώνε τα σκώτια. Και όσο πιο βαθειά είναι τούτα, τόσο πιο κοντά μου στο σήμερα φτάνουν.
Τραβούν την προτίμησή μου τα πιο μακρινά παρά τα κοντινά. Έτσι λοιπόν έγινε και με ένα από τα πολλά μου βάσανα – θύμησες.
Η ζωή μου είναι πολύ ποτισμένη με Καλαμάτα – στην «Παραλία» βέβαια, πολλά περιστατικά εκείνης της ζωής με τάραξαν, με συγκίνησαν, με σημάδεψαν βαθειά ανεπανόρθωτα!
Η λαχτάρα και η έλξη λοιπόν, μ’ έκαναν να ξαναβρεθώ στην παλιά μου γειτονιά, μόνος στο οδοιπορικό μου.
Συγκέντρωσα τις μνήμες μου, οπλίστηκα με κουράγιο για ν’ αντιδράσω, και περιμένω … Έριξα τη ματιά μου ερευνητικά, με δίψα στις γωνιές που μεγάλωσα.
Στάθηκα απέξω απ’ την αυλή του «Θαλασσινού» – παλιό νεοκλασσικό χτίριο, ρημάδι – , και πόθησα να φανούν όλες οι αγαπημένες μορφές από το παρελθόν στο χώρο τούτο.
Άρχισα να νιώθω σαν σε όνειρο … Αλλά ας το ξεκινήσουμε.
Το θυμάμαι καλά – ήμουν, δεν ήμουν 12 χρονών. Και τόπος η γειτονειά μου, στην οδό ΚΑΝΑΡΗ, στην παραλία της ωραίας Καλαμάτας. Τα σπίτια μας σχεδόν γειτονεύανε στην δεξιά – ανατολική πλευρά, όταν κοιττάμε στο Βορρά.
Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, σε ίδια απόσταση από τα σπίτια μας είχε σωρό από θαλασσινή άμμο. Εκεί την πέρναγα εκείνη την ανοιξιάτικη μέρα, κλωτσώντας ξυπόλυτος καθώς βρισκόμουνα μισοχωμένος στην άμμο.
Τότε λοιπόν ξεπετάχτηκε η Άννα. Βγήκε από το σπίτι της και βρέθηκε και αυτή στην άμμο στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Παραξενεύτηκα όταν είδα κείνη την ημέρα την Άννα.
Τι όμορφη που ήταν !… Συνομήλικιά μου, και αυτή δωδεκάχρονη. Αλλά τούτη την ημέρα ήταν αλλοιώτικα. Δεν είχα καμμιά διάθεση να την … ξυλοφορτώσω σήμερα όπως, κατά κανόνα, γινότανε όλες τις άλλες μέρες που κυνηγιόμαστε κι αργιεύαμε κι όλο με φώναζε εκείνη «Σκυλομανιάταρο» κι εγώ τη φώναζα … « πανούκλι». Όχι σήμερα ήταν αλλοιώτικα. Ξυπόλητη, στριφογύριζε σαν αερικό, θυμίζοντας χορευτική «φυγούρα» Μ’ ένα πολύ κοντό, νταμωτό φορεματάκι χωρίς μανίκια, μα πολύ κοντό, εφαρμοστό στο κορμό της. Από τη μέση και πάνω, άφινε να διαγράφονται τα μόλις … αναπτυσσόμενα στήθη της.
Τα μπράτσα της και εκείνα τα μακριά πόδια της ήταν «ποίημα». Χωμένος και καθιστός μέσα στην άμμο, την είχα για μια στιγμή δίπλα μου, μα πολύ κοντά μου. Σήκωσα τη ματιά μου ψηλά. Αισθάνθηκα αυτό το αριστούργημα που έβλεπα με τα μάτια μου και μου έρχονταν να το χαιδέψω με τα χέρια μου δυνατά … και να κολλήσω το κορμί μου επάνω της … Ένοιωθα την λαχτάρα να τολμήσω ! Αισθάνθηκα απέραντη λατρεία για ό, τι έβλεπα. Η λεπτή μέση της, οι καλοχυμένοι μηροί της και εκείνες οι λαγώνες της αριστουργήματα ανατομίας, νεράιδας γέννα … Ναι! Μου φαινότανε πως η Άννα ήταν αλλοιώτικη … Ποτέ δεν ήταν έτσι! Πως δεν κατάλαβα την αλλαγή της; Τα μαλλιά της και το δέρμα της αγνώριστα … Το μαλλί της κατέβαινε ανέμελα στα δυό της μάγουλα – μου θύμιζε, το σκέφτομαι τώρα «κάρτ-ποστάλ» της belle époque, – τώρα που το συλλογίζομαι – τι χαριτωμένο Θεέ μου, τι όμορφο σύνολο, κεφάλι, πρόσωπο κορμί. Δεν ήταν άλλοτε έτσι. Δεν άντεχα να μην της το πω … Δεν ξέρω πως για πρώτη φορά ένοιωθα έτσι. Όλα μου άρεσαν γύρω μου, τα μεγάλα δέντρα του δρόμου, μα και στα περιβόλια οι λεμονιές, οι πορτοκαλιές και οι νεραντζιές και οι γαζίες, γιομάτες άρωμα … Ένα γλυκό σκίρτημα ένοιωθα στα δώδεκά μου χρόνια για πρώτη φορά … Δεν ήταν και εύκολο, ντρεπόμουν κι’ όλας …Πως θα της φαινόταν και μετά πως θα μου φερνόταν αν της έλεγα το μυστικό μου; Μια γλυκειά ταραχή με κυρίεψε και με πολλή προσπάθεια της είπα:
«… Είσαι όμορφη κι είναι η πρώτη φορά που το λέω στη ζωή μου …». Αυτή στεκόταν με σκυμμένο το κεφάλι με τα φρεσκολουσμένα καστανόξανθα μαλλιά της που έκρυβαν το γλυκό της πρόσωπο, με απλωμένο το μακρύ της πόδι να χαϊδεύει την άμμο πέρα-δώθε …
Και συνεχίζω αιφνιδιαστικά : Ξέρεις, αγαπώ μια κοπέλλα ! …
Αλήθεια; απαντά αμέσως ξαφνιασμένη και απορημένη, ξαναβρίσκοντας το πρώτο ύφος της …
Μεσολαβεί λίγη σιωπή .
Και πως τη λένε; ρωτά:
Δεν σου λέω της απαντώ.
Πάλι σιωπή για λίγο και αμέσως συμπλήρωσε:
Πες μου ! …
Φύγε και πήγαινε στην μπαλκονόπορτά σου. Θα το γράψω στην άμμο με το δάχτυλό μου και μόλις πάω στη δική μου πόρτα, έλα εδώ στην άμμο να το διαβάσεις …
Σύμφωνοι … Και ξαφνικά τρέχει σαν αγριεμένο ελάφι χωρίς να κοιτάξει πίσω της … Απόμεινα να την κοιτάζω πούτρεχε προς την πόρτα της, και δεν την χόρταινα … Αποφασιστικά και γρήγορα έγραψα με το δάχτυλο του χεριού του τέσσερα γράμματα, ένα όνομα. Άννα …
Τέλειωσα ! Σκεφτόμουνα αν έπρεπε να γυρίσω το πρόσωπό μου προς την μπαλκονόπορτά της …
Όχι δεν το μπορούσα. Κάνω μεταβολή και χάνομαι στην πόρτα μου: Χώνομαι παραμέσα και την παρακολουθώ καθώς βαδίζει ανάλαφρα πηγαίνοντας στην άμμο να ιδεί τι έχω γράψει. Στέκεται . σκύβει το ωραίο κεφάλι και περνώντας λικνιστά το πόδι της αριστερά δεξιά στην άμμο, σβύνει αργά – αργά το όνομα του κοριτσιού που αγάπησα …
Νωχελικά, χωρίς να βιάζεται συνεχίζει να κουνάει το όμορφό της πόδι πέρα – δώθε …
Ύστερα, … ύστερα πετάχτηκε σαν ελατήριο, κάνοντας μεταβολή και έτρεξε στην πόρτα της, για να χαθεί τούτη τη φορά πίσω της …
Για μια στιγμή μούρθε να τρέξω, να την προφτάσω και να της πω : «Στ’ ορκίζομαι δεν θα σε ξαναβαρέσω! Θάμαι καλός. Μη φεύγεις …» Μα η μπαλκονόπορτα δεν ξανάνοιξε !
Κόπηκε η ανάσα μου … Δεν το φανταζόμουνα έτσι. Κάπως αλλοιώτικα το νόμιζα. Να, αφού εγώ ένοιωθα γιαυτή τόσο γλυκά, το ίδιο θάπρεπε να νοιώθει κι’ αυτή για μένα, χαιδεύοντάς μου το πρόσωπο και φιλώντας με στο μάγουλο. Έτσι θα το λαχταρούσα … Αλλά όμως δεν έγινε έτσι …
– Όρμησα πάλι στο σωρό της άμμου και χτύπαγα με λύσσα τα πόδια μου χάμω, έτσι όπως ήμουνα ξυπόλυτος μέχρι που λαχάνιασα και ήμουνα έτοιμος να κλάψω. Δεν ξέρω πόσο βάσταξε αυτό.
Ούτε και γύρισα να ιδώ γύρω μου, αλλά ούτε και ξανακύτταξα στην μπακλονόπορτά της …
Πέρασε κάμποσος καιρός, χωρίς νάχουμε ιδωθεί … Στεναχώρια και βαθειά θλίψη με βασάνιζε …
Και όταν τυχαία – κάποια στιγμή – συναντηθήκαμε στη γειτονειά, όπως και στο σχολειό, αμήχανοι και οι δυο μας, δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ πια γι’ αυτό …
ΜΙΧΑΛΗΣ ΝΙΚΟΛΙΝΑΚΟΣ