Μελαγχολικό απόγευμα προς το σούρουπο. Η ψυχή μου πλημμύρισζε από συναίσθημα απελπισίας και θλίψης … Ένοιωθα μελλοθάνατος … Κάθε μέρα, πέφτανε και μερικοί δικοί μας ή και απλοί άνθρωποι του λαού μας και ανοργάνωτοι μάλιστα. Πότε θάρθει η σειρά μας ; Αισιοδοξούσαμε ωστόσο πως το τέλος πλησίαζε … Συνέχεια αγώνας αίματος και θυσίας.
Έτσι λοιπόν, που σχεδόν αφηρημένα και απορημένα κατέβαινα τον κατήφορο στη «Θηβών», προς τα σίδερα της «Λεύκας», ξυστά στο μαντρότοιχο – τουβλάδικο του Δηλαβέρη. Μηχανικά σηκώνοντας το κεφάλι, βλέπω σε μια απόσταση πενήντα μέτρων, δυο τύπους, μάλλον ανάκοντους πολύ περίεργα να τους παίρνει ο … αέρας και να τους φέρνει προς τα δεξιά μου … Μου φαινόντουσαν πολύ αστείες οι φιγούρες τους. Ωστόσο με ζυγώνανε – το αισθανόμουν – με προφύλαξη – λοξά – διαγώνια. Όπου νάναι θα συναντιόμασταν σε … μετωπική σύγκρουση!
Η ημέρα τραβούσε για το σούρουπο. Ψυχή στο δρόμο δεν έβλεπα … και ξαφνικά, πολύ γρήγορα τα πιστόλια τους – φορούσαν πολιτικά ρούχα – και στα δύο μέτρα και σπρώχνοντας, με κολάνε στο ντουβάρι της μάντρας!
Χωρίς καθυστέρηση σηκώνω αργά αργά τα χέρια μου χωρίς καμμιά σπασμωδική αντίσταση και περιμένω άναυδος! …Ασφαλίτες βέβαια τι άλλο … άγρια: «Αυτός είναι ο Σελίμ ο Αρμένης», είπε ο ένας, «Αυτός που ζωγραφίζει καραγκιόζηδες, σε πανιά και ντουβάρια και οι Γερμανοί αγριεύουν και σκοτώνουν τον κόσμο … Ο Σελίμ ο Αρμένης, σου λέω … Τον ξέρω καλά!» ( Οι φλέβες του λαιμού του είχαν πριστεί απότομα, από την αγριοφωνάρα του έβγαζε ξαφνικά ).
«Ο … Αρμένης ο Σελίμ», μούγκριζε και δώστου ο Σελίμ κλωτσιά … Άφριζε ο άνθρωπος – κουκουβάγια, έτσι έμοιαζε και συνέχιζε να ξελαρυγκιάζεται για να πείσει το συνάδελφό του και μένα, πως εγώ είμαι ο Σελίμ! « Δείτε κύριε, τούλεγα, εγώ έχω ελληνικότατα προφίλ! Μοιάζω εγώ για Αρμένης;».
Ωστόσο αυτός με βρώμικες βρισιές συνέχιζε ακατάπαυστα να γαυγίζει, για να γίνει πιστευτός. Και είχε δίκιο ο άνθρωπος. Ήξερε τι έλεγε και τι ζητούσε αυτό το «ανθρωποειδές»! Γιαυτό μούγκριζε συνεχώς. Κι’ οι πέτρες ξέρανε, πως αυτά όλα, τα εσχεδίαζα με εντολές άνωθεν.
Ξαφνικά και πολύ σοβαρά ακούγεται να λέει: «Πάμε, ρε και θα ιδούμε στο τμήμα αν είσαι ο Σελίμ ή όχι !» Μαρμάρωσα εγώ! … Το περίμενα, πως εκεί τελικά θα φτάναμε. Δεν έπρεπε όμως. Δεν θάχα σωσμό αν τους ακολουθούσα. Άρχισα αστραπιαία να σκέπτομαι πως θα τους ξεφύγω από τα χέρια με δυναμικό τρόπο … και οι δύο ήσαν μέχρι τον … αφαλό μου, αλλά οπλοφορούσαν.
Σκέφτηκα για μια στιγμή να τους πάρω τα κεφάλια με τα δυο μου χέρια και να τα χτυπάω σαν … καρπούζια … συμπληρώνοντας και με τα μακριά μου πόδια! Μόνο αυτή η ελπίδα υπήρχε. Τόλεγε δεν τόλεγε η καρδούλα μου δεν ενδιέφερε … Στην τσέπη μου είχα το γερμανικό πάσο που βέβαια ήταν πλαστό! Ήμουν χαμένος! Θα με έδινα χέρι – χέρι στην Γκεστάπο και επειδή ήμουν καταζητούμενος θα με εκτελούσαν επί τόπου το δίχως άλλο …
Η σκηνή συνεχιζόταν με τον ίδιο ρυθμό. Και εγώ ήμουν απελπισμένος και αιχμάλωτος, χωρίς καμμιά απρόβλεπτη σωτηρία. Ο ένας γαύγιζε, εγώ διαμαρτυρόμουν, και ο τρίτος βάσταγε το ίσο, γιατί αμφέβαλε για τα όσα ισχυριζόταν η … κουκουβάγια, ο συνάδελφό του, ασφαλίτης. Άρχισα να πιστεύω, πως καλό τέλος δεν θάχε η ιστορία μου, αν και αγαναχτισμένος τον λυπόμουνα τον … «κουκουβάγια», και ήμουν έτοιμος ουρλιάζοντας, να του πω : «Βρε ηλίθιε, για πιο … Σελίμ μιλάς, Μισέλ θέλεις να πεις!..»
Αλλά ευτυχώς για μένα που δεν του τώπα, ευτυχώς γιατί μ΄ έσωσε ο αναγραμματισμός, που έκανε στο όνομά μου! Αυτό ήταν! Κάρφωσαν αυστηρά τα μάτια τους κι οι δυο επάνω μου. Το συλλογίστηκαν, το ξανασκέφτηκαν και πρίμο σιγόντο συγχρόνως οι δυο τους γκάριξαν : « Μπρος ρε, δίνε του! Αει στο διάβολο! Ακόμα εδώ βρίσκεσαι;» … Και ‘γω για καλή μου τύχη, πήγα στον … αγύριστο και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην ξαναπεράσω ποτέ πια από κει !
ΜΙΧΑΛΗΣ ΝΙΚΟΛΙΝΑΚΟΣ