Το᾽χαμε πάρει απόφαση, πως άλλη λύση δεν υπήρχε … Εκεί στη γειτονιά θ’ αφήναμε τα κόκκαλά μας … Λίγες πιθανότητες είχαμε να γλυτώσουμε. Κάθε ένας από μας, με τη σειρά του χανότανε … Όμως, δεν είχαμε βαθειά συναίσθηση στο θανάσιμο κίνδυνο που ‘ρχότανε κατά πάνω μας … Μέρες κατοχής ήταν αυτές. Και να, μπροστά μου εμφανίζεται η λεβέντισσα Καλύμνια Κυρά – Γεωργία, μεσόκοπη, με την ιδιότυπη προφορά του νησιού της …
«… Βρεν μαντράχαλεν, που βόσκεις ; … Έλα σπίτι μου να σου δώσω ένα καλάθιν αυγά …», μου πέταξε.
Το σπίτι της, σωστή χαμοκέλα, τόχε μετατρέψει σε «γιάφκα», και δέματα, που πήγαιναν και έρχονταν …
-Ναι, κυράν – Γεωργίαν, είπα αποχαυνωμένος, αυτό θα πει τύχει. Να ροκανίσω ένα καλάθι αυγά …, τρομάρα μου … Έφτασα, έρχομαι κοντά σου, σε ένα και το καλάθι σου, σι πέντε λεπτά! …
Έτσι κι έγινε. Δεν με κράταγε τίποτα. Δρασκέλισα το κατώφλι και βρέθηκα κοντά της. Τα μάτια μου πέσανε σ’ ένα καλάθι μικρό, σκεπασμένο με μια τραπεζοπετσέτα νταμωτή και κόκκινη.
Τραβώ ορμητικά την πετσέτα και ω του θαύματος, οποία αποκάλυψη! Ένα δέμα τριών περίπου κιλών με προκηρύξεις με περίμενε …
Χα! Χα! ξεχύθηκε η κυρά – Γεωργία. Σου την έσκασα ψηλέα! … Βρε κακομοίρη μου, περίμενες στ’ αλήθεια, αυγάν; …
Δαγκώθηκα …
Αχτύπητη, κυρά – Γεωργία, χορατατζού … Δεν λογάριαζες τους Ιταλο – Γερμανούς και τους αλήτες τους. Με το μικρό σου μπόι σηκωνόσουνα στα πόδια σου και τους έβριζες . Ούτε τρόμαζες στις επιδρομές τους… Γιατί ήσουνα γενναία .. και η ομάδα μας ευλαβικά κλίνει το γόνυ και σ’ ευγνωμονεί και λυπάται βαθειά που την ημέρα που ένοιωσα την ανάγκη να σε συναντήσω – ύστερα από 40 χρόνια – είχες ξεκινήσει την προηγούμενη για το Μεγάλο Ταξίδι!… Θεέ μου … Τι κρίμα ! …
ΜΙΧΑΛΗΣ ΝΙΚΟΛΙΝΑΚΟΣ