Λίγο πολύ ήταν χειμώνας. Και ψύχρα μαζί. Από κοντά ένα σκοτάδι, γεμάτο μελαγχολία και θλίψη. Δεν έβλεπες τη μύτη σου … Σήκωσα το γιακά της καπαρντίνας μου και άφησα να φαίνονται τα μάτια μου μόνο. Περιόρισα την ψύχρα και συνέχισα περπατώντας τον κατήφορο στην Οδό Πανεπιστημίου, προς την πλευρά του REX για την Ομόνοια. Όμως μις στριγγλιά φωνή ακουγόταν συνεχώς στον αέρα. Μια φωνή θλιβερή, γεμάτη πόνο και πάθος. Ακροάστηκα πρoσεκτικά, ανέκοψα το βήμα μου, άκουσα πάλι τη συγκλονιστική φωνή και ξεκίνησα αργά – αργά . Όσο κατέβαινα, τόσο πιο ευδιάκριτη ερχόταν η κλαψιάρικη φωνή … «Δώστε μου μια βοήθεια, δώστε μου μια βοήθεια…» και συνέχιζε με … πόνο! Πλησιάζω… Πήχτρα το σκοτάδι, φτάνω, τον ξεπερνάω από μπροστά μου, διακρίνω τη σιλουέτα του – ξυπόλυτος, χοροπηδούσε με το γνωστό μας μοτίβο – «δώστε μου μια βοήθεια ! …». Και ξαφνικά ο δύστυχος ζητιάνος σε πλάγιο … τόνο χαρούμενο φωνάζει: « Ρε μπαγκάσα, εγώ πήγα στον κινηματογράφο να δω τη … μούρη σκάζοντας 30 φράγκα εισιτήριο, πρώτη θέση και συ δεν μου δίνεις ένα δίφραγκο;». Ανατρίχιασα και ύστερα απ΄ αυτά, ανασήκωσα το γιακά της καπαρντίνας μου πιο ψηλά, κρύβοντας τα μάτια μου, για να μη φανεί η … ντροπή στο πρόσωπό μου! …
ΜΙΧΑΛΗΣ ΝΙΚΟΛΙΝΑΚΟΣ
Νοέμβριος ‘62