ΧΤΥΠΗΣΑ με δύναμη την βαρειά εξώπορτα κι’ άρχισα να περπατώ βιαστικά στο δρόμο. Ήταν ή τρίτη φορά που ο πλούσιος πελάτης είχε απορρίψει τα σχέδια που είχα φτιάξει για το βιβλίο του. Έπρεπε να ξενυχτήσω κι’ απόψε να φτιάξω καινούργια. Τι να γίνη όμως. Όταν είσαι φτωχός κι’ έχεις να θρέψεις μάνα κι’ αδέρφια δεν μπορείς να πης κατάμουτρα σ’ έναν πλούσιο πελάτη πως έχει ιδέα κι’ από ποίησι, αφού τα ποιήματά του ήταν για τα σκουπίδια « Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο και μάλιστα όταν σε πληρώνη με δυό χιλιάρικα», μουρμούριζα και κουκουλώθηκα στην τριμμένη καπαρντίνα μου γιατί η ανοιξιάτικη ψύχρα ήταν τσουχτερή.
– Κύριε Βασίλη !
Γύρισα ξαφνιασμένος κι είδα να στέκεται δίπλα μου μια γυναίκα. Σα να ξεπηδήσει από τη γη γιατί όπως πήγαινα βιαστικός και φουρκισμένος, δεν πήρα είδησι πως ήρθε κοντά μου. Η γωνιά του δρόμου ήταν σκοτεινή και δε μπορούσα να ξεχωρίσω τα χαρακτηριστικά της. Η σιλουέττα της ήταν λεπτή και λυγερή κι η φωνή της απαλή και γλυκειά.
– Τι θέλετε δεσποινίς; Που ξέρεται το όνομά του; ρώτησα.
– Με συγχωρείτε Σας βλέπω τώρα μια βδομάδα στη βιβλιοθήκη να ξεσηκώνεται σχέδια και βινιέτες από παλιά βιβλία. Χτες και προχτές καθόμουνα δίπλα σα, στο ίδιο τραπέζι. Τ’ όνομά σας το είδα από τη βιβλιοθήκη σας παρακολουθούσα. Και πάλι να με συχωρέσετε και σας παρακαλώ να μη σχηματίσεται κακή ιδέα για μένα. Είσαστε σπουδαστής της σχολής Καλών Τεχνών έ; Κι’ εγώ είμαι φοιτήτρια της Νομικής. Με λένε Νίκη.
Καθώς μιλούσε η κοπέλλα, η φωνή της γινόταν πιο σταθερή και πιο δυνατή. Ο προβολέας ενός αυτοκινήτου έπεσε πάνω στο πρόσωπό της και μου έδειξε ένα λεπτό πρόσωπο με μεγάλα φωτεινά μάτια. Άγγιξα το μπράτσα της κι’ εκείνη δε τραβήχτηκε από κοντά μου.
– Θέλετε να περπατήσουμε λίγο; της είπα.
– Μα φυσικά, αποκρίθηκε. Θα ήθελα να γνωριστούμε, θα ήθελα να σας βοηθήσω, γιατί φαινόσαστε στενοχωρημένος.
Το ενδιαφέρον της με συγκίνησε. Ήμουνα τόσο μόνος εκείνο το βράδυ που διψούσα για λίγη παρηγοριά για έναν καλό λόγο. Η παρουσία της άγνωστης εκείνης κοπέλλας έμοιαζε με μάννας που έβρεξε ο ουρανός. Καθώς με κύτταζε με τα φωτεινά της μάτια ένιωθα πως λιγόστευε το βάρος που πλάκωσε τα στα στήθια μου. Είχα βρή έναν άνθρωπο να πω κι’ εγώ τον πόνο μου. Άρχισα να μιλώ ακατάπαυτα για τη ζωή μου, για τα όνειρά μου, για τις απογοητεύσεις που δοκίμαζα προσπαθώντας να σπουδάσω και να θρέψω και την οικογένειά μου. Εκείνη μ’ άκουγε σιωπηλή για πολλή ώρα. Είχαμε καθίσει στο μεταξύ σ’ ένα πάγκο του μικρού πάρκου που απαντήσαμε στο δρόμο μας και κρατούσα το χέρι της ανάμεσα στα δικά μου. Λες και γνωριζόμαστε από καιρό, από χρόνια!
– Όλα θα παν καλά τώρα που γνωριστήκαμε. Πήγαινε στο σπίτι σου και δούλεψε ξανά τα σχέδια. Είμαι σίγουρη πως αύριο θ’ αρέσουν αυτόν τον ιδιότροπο πελάτη. Θα το δής! Πάρε αυτό φυλαχτό που είναι από τον άγιο Τόπο. Θα σου φέρη τύχη. Αύριο το απόγευμα θα σε περιμένω στη βιβλιοθήκη για να μου πης τα καλά μαντάτα. Καληνύχτα Βασίλη.
***
Είναι μερικοί άνθρωποι που σκορπάνε την καλοτυχιά και το φως τριγύρω τους. Για τούτο τα παραμύθια μιλάνε για καλές νεράιδες που με το μαγικό ραβδί τους διώχνουν τις τρικυμίες και τις θύελλες, τις δυστυχίες και τα πένθη και φέρνουν τη γαλήνη και τη χαρά. Μια τέτοια νεράιδα ήταν κι’ η Νίκη, που μου χάρισε το αγιασμένο φυλαχτό της. Ό,τι προφήτεψε εκείνο το βράδυ, έγινε αλήθεια άλλη μέρα. Ο στριμμένος πελάτης έμεινε ενθουσιασμένος με τα καινούργια σχέδια. Με πλήρωσε αμέσως και με σύστησε και σε άλλους φίλους του. Έμειναν κι’ αυτοί ευχαριστημένοι κι’ απέκτησα έτσι μια καλή πελατεία. Σε λίγο καιρό νοίκιασα ένα μικρό ατελιέ στην καρδιά της Αθήνας κι’ ο κύκλος της δουλειάς μου στερεώθηκε και μεγάλωσε.
– Νίκη, σε σένα τα χρωστάω όλα, έλεγα ένα απόγευμα στην καλή μου φίλη καθώς εκείνη τακτοποιούσε λόγο την ακαταστασία του ατελιέ. Μέσα σ’ ένα χρόνο μ’ έκανες άλλον άνθρωπο. Μου έφερες την γαλήνη, την ευτυχία. Μου χάρισες την πεποίθηση στον εαυτό μου και στο ταλέντο μου. Σ’ ένα χρόνο, που θα πάρουμε κι’ εσύ κι’ εγώ το δίπλωμά μας, πρέπει να ενωθούμε για πάντα με τα δεσμά του γάμου.
– Έχουμε ακόμα καιρό μπροστά μας, είναι καθώς ξεσκόνιζε το κρυστάλλινο βάζο του γραφείου. Πρέπει να δουλέψης πολύ ακόμα για να ωριμάση το ταλέντο σου, κάνης μια έκθεσι που θα κάνει πάταγο. Ύστερα γιατί θέλεις να δεσμευτής με μια γυναίκα για όλη σου τη ζωή. Είσαι καλλιτέχνης και χρειάζεσαι κάθε τόσο καινούργια έμπνευσι. Σε λιγώτερο από δέκα χρόνια θα είμαι στο κατώφλι των γηρατειών κι’ εσύ θάσαι τριανταπέντε μόνο χρονών, πάνω δηλαδή στην ακμή και στη λεβεντιά σου. Δε θέλω να σταθώ εμπόδιο στη έμπνευσι και στην καρριέρα σου.
– Νίκη, αστειεύεσαι βέβαια …
Με κύτταξε βαθειά με τους ουρανούς των γαλάζιων ματιών της, ενώ ένα σύννεφο μελαγχολικό σκίαζε το λεπτό της πρόσωπο.
– Όχι, καλέ μου δεν αστειεύομαι, είτε αργά σα να μετρούμε τις λέξεις. Κάποιος φιλόσοφος είπε: Είναι ωραίο να φεύγη κανείς την ώρα που πρέπει. Μα ας αφήσουμε τώρα τις μελαγχολικές σκέψεις. Κάθησε να αποτελειώσης το παστέλ που δουλεύεις τόσον καιρό τώρα. Εγώ πάω ν’ αγοράσω λίγα λουλούδια.
Με φίλησε απαλά στο μέτωπο κι’ έφυγε ανάερη και χαμογελαστή. Το ατελιέ ήταν γεμάτο από την παρουσία της κι’ εγώ έσκυψα πάνω στο μισοτελειωμένο ταμπλώ. Έπρεπε οπωσδήποτε να τελειώση σήμερα επί τέλους. Αφοσιώθηκα στη δουλειά μου περιμένοντας τον γυρισμό της, όταν ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα μ’ έκανε να σηκώσω το κεφάλι. Το παιδί του ανθοπωλείου μπήκε μέσα μ’ ένα μπουκέτο κόκκινα γαρύφαλλα.
– Μου τα έδωσε η δεσποινίς Νίκη, είπε.
– Και η ιδία που είναι; ρώτησα χωρίς να υποψιαστώ τίποτα το φοβερό.
– Δεν ξέρω. Σας στέλνει αυτό το σημείωμα.
Μου έβαλε στο χέρι έναν φάκελλο κλειστό κι’ έφυγε Τον Άνοιξα με παλμούς αγωνίας και διάβασα: « Αγαπημένε, φεύγω. Σου έδωσα ό,τι ωραίο είχα μέσα μου. Σπαταλήθηκα για σένα. Δεν έχω πια να σου δώσω τίποτα άλλο και δε θέλω να σκοτώσω τη μεγάλη μας αγάπη με τη ρουτίνα. Τώρα είσαι άντρας δυνατός, σίγουρος για τον εαυτό σου και δε με χρειάζεσαι. Θα σε παρακολουθώ και θα σ’ αγαπώ από μακρυά. Μη ζητήσης, σε παρακαλώ, να με ξαναβρης … Δική σου για πάντα, Νίκη … Αντίο, αγαπημένε, αντίο».
Κατρακύλησα σαν τρελλός τα τέσσερα πατώματα της πολυκατοικίας, έτρεξα τους δρόμους, πήγα σπίτι της, επισκέφθηκα όλους τους γνωστούς και φίλους, αναστάτωσα όλη την Αθήνα, όλη τη γή, κι’ όμως δεν την βρήκα.
***
Δέκα χρόνια έχουν περάσει. Δέκα χρόνια έντονης και πλατειάς ζωής. Δεν είμαι πια ένας ζωγράφος μονάχα μα κι’ ένας φημισμένος ηθοποιός. Έτσι τόφερε η τύχη που μας παίζει στα δάχτυλά της σαν μαριονέττες. Χιλιάδες άνθρωποι γελάνε και κλαίνε με την τέχνη μου. Παίρνω αμέτρητα γράμματα κι’ όμως κανένα μήνυμα δεν μου ήρθε από κείνη. Προχτές διάβαζα το ποίημα ενός Γερμανού ποιητή κι΄ ένιωθα να υγραίνονται τα μάτια μου. Μιλούσε για την πολυαγαπημένη του που έχασε και που ψάχνει μάτια να την βρει σ’ όλα τα μάκρη της γης, ρωτώντας τη μέρα και τη νύχτα, ρωτώντας τους διαβάτες, ρωτώντας τον ήλιο και τ’ άστρα. Κι εγώ κάνω ίδιο κι’ όμως δεν την βρήκα ακόμη. Πολλές γυναίκες μ’ αγάπησαν θαμπωμένες από την εφήμερη λάμψι της σκηνής, αγάπησαν τη φήμη κι’ όχι εμένα. Μονάχα εκείνη μ’ αγάπησε αληθινά, γιατί ήμουνα ένας άγνωστος σπουδαστής ασήμαντος και ταπεινός. Εκείνη μ’ εδημιούργησε χαρίζοντάς μου το δώρο της στοργής και της αφοσιώσεως.
Σφίγγω στα χέρια μου το φυλαχτό που μου χάρισες. Βερενίκη, Γιατί αυτό είναι ολόκληρο τ’ όνομά σου. Τις αστροφωτισμένεες νυχτιές κυττάζω τον ουρανό, την υπέροχη κόμη σου και σε περιμένω. Σε περιμένω να με ζυγώσης πάλι σε μια γωνιά του δρόμου και να μου φέρης το φως όπως πριν από δέκα χρόνια. Μη φοβάσαι πως θα σε βαρεθώ, όχι. Θα σβήσω τις πρώτες ρυτίδες σου με τα φιλιά μου και θα σε πάρω για να στολίσης με λουλούδια το φτωχικό ατελιέ που σε περιμένει πάντα, ω πρώτη κι’ αληθινή αγαπημένη.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΝΙΚΟΛΙΝΑΚΟΣ