Στο ωραίο νησί των Φαιάκων … Στην πολυτραγουδισμένη Κέρκυρα στο Corfu αν θέλετε … Το χαριτωμένο περιστατικό περί ου ο λόγος συνέβηκε εκεί στην «Κοντραφόσα» στο μακρύ κανάλι, ανάμεσα στο βενετσιάνικο «Φρούριο» και στο νησί της Κέρκυρας. Εκεί λοιπόν στο μουράγιο ήταν γιομάτο τραβηγμένες βάρκες, ενώ πάμπολλες ήταν οι δεμένες μ’ ένα σκοινί η κάθε μια τους στην «δέστρα».
Πολύ γραφικό το κανάλι, γιομάτο και αυτό με πλεούμενα. Ψαρόβαρκες, βάρκες για περιπάτους με μικρές τέντες για τον ήλιο, βάρκες με πετρελαιομηχανές. Όλος ο χώρος μοσκοβολούσε «στόκο», και λαδοχρώματα, ενώ καταπράσινα και ανθισμένα δέντρα στόλιζαν το χώρο, και σκόρπιζαν μυρωδιές. Ανέπνεες άρωμα, ανάμικτα με την αλμύρα της θάλασσας.
Αυτά συνέβαιναν όταν εγώ ήμουν 5 χρόνων παιδί. Εκεί η οικογένειά μου κατοικούσε σ’ ένα θαλασσοδαρμένο γραφικό σπιτάκι φαγωμένο από την αλμύρα και υγρασία, δέκα μέτρα από τη θάλασσα. Πίσω και κολλητά, ένας πελώριος ενετικός τοίχος μουχλιασμένος λοξός υψωνόταν δεκαπέντε μέτρα τουλάχιστον .Στο ύψος. Σ¨ αυτό το ύψος ξεκινούσε το «Μπουσκέτο» – ένας φανταστικός κήπος με τριαντάφυλλα και κίτρινες πελώριες μαργαρίτες, γνωστό χαρακτηριστικό της Κέρκυρας, και η περίφημη πλατεία από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη ή «Σπιανάδα» που οι κορφιάτες δίκαια είναι περήφανοι γι΄ αυτήν. Ζούσα σ΄ ένα ρομαντικό περιβάλλον με πολλή ιστορία…
Εκείνο το βράδυ ήταν γιορταστικό – γιόρταζε ο πατέρας μου του Αγίου Νικολάου, Λιμενικός στο επάγγελμα. Διατηρούσε σχέσεις συναδελφικές μ΄ ένα Κουλουργιώτη τελωνειακό, γείτονα στη «κοντραφόσα» – τα δύο σπίτια ανήκαν στο υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας. Οι δύο οικογένειες είχαν μαζευτεί τούτη τη φόρα λόγω της ονομαστικής γιορτής του πατέρα μου στο δικό μας σπίτι. Μεζεκλίκια λοιπόν της εποχής κρασί και κουβέντα με τις συζύγους και τα παιδιά, μωρά και τα ρέστα …
Δύο κόρες ο τελωνειακός . Η δεκαπεντάχρονη, η ποιο μεγάλη, πολύ με φρόντιζε. Να πούμε με … νανούριζε … με χάιδευε … Με είχε όπα, όπα … Αφού με ντερλίκωσε στο τραπέζι με μπόλικες μπουκιές με πήρε από το χέρι και με … ρήμαξε στον … περίπατο έξω από το σπίτι μας στην ωραία «κοντραφόσα».Νύχτα χωρίς αστέρια στον ουρανό. Αφού λοιπόν σιγοτραγουδήσαμε πιασμένοι χειροπιαστά, με αρπάζει ξαφνικά και με πάει στο δικό τους σπίτι, δίπλα. Δεν υπήρχε κανείς στο δικό τους.
Όλοι ήταν μαζεμένοι στο δικό μας. Βιαστικά, βιαστικά βρήκε τα σπίρτα, άναψε την λάμπα του πετρελαίου και την τοποθέτηση στην άκρη, σ’ ένα τετράγωνο τραπέζι, (σε στυλ του 1930 για τους … μικρομεσαίους!) που ήταν στη μέση του δωματίου. Στη μια πλευρά του τοίχου ήταν το κρεβάτι του ζεύγους – ένα πελώριο ταλαίπωρο κρεβάτι – και αυτό εποχής του ’30, πολύ υψηλά από το πάτωμα … Βούτηξε μια κουρελού και ένα μαξιλάρι, γοργά έστρωσε … κάτω από το … κρεβάτι τοποθέτησε και το μαξιλάρι, με τράβηξε βίαια, με … ξάπλωσε και άρχισε να με νανουρίζει και να φιλάει στο στόμα … στοργικά!
Εμένα βέβαια – δε λέω – το θυμάμαι αυτό καλά – οι περιποιήσεις πάντοτε μου άρεσαν σίγουρα. Και γιατί όχι! Και να δεχόμουν όλα. Είχα καταπιεί την γλώσσα μου!…
Όμως η λάμπα του πετρελαίου μας φώτιζε – λόγω του ύψους του κρεβατιού – καλώς ! Ικανοποιητικό το … νανούρισμα και η συντροφιά, αλλά ξαφνικά άλλαξε το σκηνικό! Το φως της λάμπας έπεσε επικεντρωμένο και ζωηρό μπροστά της, ενώ συγχρόνως με κάποια κίνησή της ανέβασε το φόρεμά της και βλέπω γουρλώνοντας τα μάτια μου, επάνω το γυμνό της μια … μαλλιαρή καβουρομάνα αρκούντως μεγάλη!
Δε χάνω καιρό, πετιέμαι επάνω όρθιος, και το βάζω στα πόδια βαστώντας με το ένα χέρι το βρακί μου και με το άλλο το … πουλί μου!
Από το ένα σπίτι στο άλλο όρμησα στο τραπέζι κοντά στη μάνα μου. Ένοιωσα σιγουριά και ασφάλεια ! Έφτασε σε λίγο και η «άλλη» και στάθηκε απέναντί μου στο τραπέζι στην άλλη άκρη κάνοντας νοήματα χαριτωμένα με πολλή αφέλεια, όλο γούστο και τσαχπινιά και όλα αυτά για να με συγκινήσει. Σιγά σιγά έφτασε δίπλα μου, με πήρε από το χέρι τραβώντας με με το ζόρι και άρχισε τα καλοπιάσματα για καραμέλλες, λουκούμια και τα παρόμοια …
Δεν έρχομαι … φώναξα δυνατά. Φοβάμαι !
Γιατί βρε χαζέ;
Πέταξε στη θάλασσα την «καβουρομάνα» που έχεις μπροστά σου, για νάρθω … Φοβάμαι μη μου δαγκώσει το … πουλί ! …
Τι ήθελα και τόπα; Η κοπελλάρα ξέσπασε σ’ ένα κρυστάλλινο γέλιο ασταμάτητο. Το τροφαντό του κορμιού της, έκανε τα στήθη της να χορεύουνε … Κυριολεκτικά είχε διαλυθεί ! Και … έπεσε κάτω ξερή !
Όσο για μένα, με φαντάζεστε; Τι άλλα – με αρκετό ύφος ηλιθίου ! …
ΜΙΧΑΛΗΣ ΝΙΚΟΛΙΝΑΚΟΣ