Είχα κλείσει τα οχτώ μου χρόνια και κόντευα να τελειώσω το «Δημοτικό». Τη συνέχεια τη γνώριζα: Προετοιμασίες για το ταξίδι μας στην … ηρωική Μάνη, όπως γινότανε αυτό κάθε χρόνο. Ένεκα λοιπόν οι λαχταριστές διακοπές ! Όλη η οικογένεια ήταν σε πλήρη αναστάτωση και οργασμό … Ο «Ταύγετος», το «ποστάλι» της Ακτοπλοίας, όργωσε την περιοχή δυο ή τρεις φορές τη βδομάδα . Πειραιάς – Γύθειο – Καλαμάτα και με κάτι ενδιάμεσες στάσεις και επιστροφή. « Τα ποστάλια» με γοήτευαν ασταμάτητα με τη συλουέτα τους. Χαιρόμουνα να τα σχεδιάζω στην χαρτογραφία – μπλοκ που κουβαλούσα μαζί μου. Καθηλωμένος στο μουράγιο το καμάρωνα ώσπου να διπλαρώσει και να δεθεί από τις δέστρες του μουράγιου. Μεγαλοπρεπής στεκότανε η «τσιμενιέρα» του καραβιού με το «τσινιάλο» της επάνω. Και αυτή η μυρωδιά από το κωκ – άνθρακα που ξαμόλαγε στα ουράνια το πλοίο, ένιωθες ζάλη και ευτυχία, και καυτό νερό σε ψιχάλες, η «μπουρού» στρίγγλιζε για την άφιξη του καραβιού και ας ένιωθες μουτζούρης …Τα ίδια γίνονταν κατά την αναχώρηση . Μόνο που με την όπισθεν άλλαξε θέση για να φέρει την πλώρη του πλοίου κατευθείαν στη μπούκα του λιμανιού και σφυρίζοντας αποχαιρετούσε κάμποσα μαντηλάκια που ξεροστάλιαζαν στο μουράγιο, νιώθοντας ένα πλάκωμα στο στήθος, ώσπου να εξαφανιστεί το πλοίο στο ορίζοντα …
* * *
Με τη σειρά μας λοιπόν και μεις αφήνουμε πίσω μας το λιμάνι της ωραίας Καλαμάτας. Τραβάμε προς το Νοτιά και παρακάμπτουμε αριστερά για να πέσουμε, ύστερα από 4 ώρες , στο Cavo – Groso. Εκεί στο βάθος μερικά σπιτάκια αποκαλύπτουν τον Γερολιμένα η Ιερολιμένα, όπως κάποτε λεγόταν. Είναι το επίνειο της περιοχής. Μεγαλοπρεπής Μεγαλοπρεπέστατος ο κάβος , σε πιάνει δέος και συλλογίζεται κανείς τι έφτιαξε η φύση!… Το πλοίο σφυρίζει για την άφιξή του στο κόλπο και στέκει « άρωδον» και δέχεται τις βάρκες, άλλες κουβαλάνε επιβάτες … Οι βαρκάρηδες κάνουν «ρεσάλτο» στη σκάλα τους σκάφους και γκαρίζουν: «άλλος για έξω». Αεικίνητα πλάσματα, ζούνε αυτή της στιγμή … ηρωικά. Γνωστός τύπος ο μπάρμπα Τάσος ο Αναστασάκος, ο βαρκάρης. Ένας χαριτωμένος άνθρωπος, που για το κολατσό του ροκανίζει. Δυόμισι σκορδοκεφαλές συνοδεία με κατσικίσιο τυρί – τουλουμίσιο … Πρόσθεσε και κουτσομπολιά – ανέκδοτα, με αρκετές βωμολοχίες και θάχεις μπροστά σου έναν αεικίνητο κλόουν εξηντάρη της εποχής εκείνης (1930-1940).
* * *
– Εμπρός ξυπνήστε άπαντες. Πάμε στο κυνήγι!… Ανατρίχιασα, μ’ έπιασε τρέμουλο. Δεν γλυτώνω, είπα στο εαυτό μου. Ο πατέρας, αμέτ – μουχαμέτ, όντας και στρατιωτικός – λιμενικός αξιωματικός δεν χοράτευε! Ήταν αποφασιστικός. Να έχει γιο οχτάχρονο και να μην έχει υποστεί την κανονική δοκιμασία – εκπαίδευση, για να … σκοτώσουμε πουλιά, δεν γινότανε !
– Εμπρός κύριος ! – απευθύνεται σε μένα – Σήμερα κάνουμε εκπαίδευση , « Βολή στο στόχο». Εκεί δα απέναντι να βάλεις αυτό το κονσερβοκούτι και συ δες πως πιάνω την καραμπίνα…
Ήταν μπαρουτοκαπνισμένη σίγουρα, έβλεπα το χάλι της ! Σίγουρα από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ! Πιο ψηλή από το μπόι μου!
Σφίξε το κοντάκι του όπλου στον ώμο σου! Σταθερά τα χέρια σου!
Το στόχαστρο στο στόχο! Μη αναπέεις και μην ξεχνάς, ο στόχος στη βάση της κονσέρβας. Καλώς! … έτοιμος! Πυρ! …
Βέβαια δεν ήμουνα ευτυχής! Τα μάτια μου έγιναν θολά. Έτοιμος να κλάψω γι’ αυτό που γινότανε. Φανταζόμουνα – για μια στιγμή – ότι ο στόχος ήταν ένα ορτύκι, που εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε, αλλά θα μπορούσε νάταν … Κι εγώ τι άλλο μπορούσα και να το γλυτώσω, γυρίζοντας λίγο το κεφάλι μου, αριστερότερα, μετακομίζοντας την καραμπίνα, το στόχαστρο αριστερά μου … Και χωρίς χασομέρι, ρίχνω με την καραμπίνα του … Εικοσιένα. Μπουμ …ακούγεται και η καραμπίνα μετατοπίζεται ολόκληρη προς τα αριστερά μου … Σκέφτομαι … Θα το γλύτωνα το πουλάκι! Αμίλητος ο πατέρας μου έρχεται κοντά, μου παίρνει την καραμπίνα από το χέρι κα μου λέει : «Ντροπή σου» !!! Ακούγεται η μάνα μου που παρακολουθούσε: «Κακούργε, μη βασανίζεις το παιδί ! «Αφέντη μου κάνε υπομονή», συμπληρώνει η μάνα μου … Σε λίγο με πιάνουνε αναφιλητά … Ακούγεται η φωνή του πατέρα μου : «Πήγαινε να μου φέρεις το κονσερβοκούτι γρήγορα ! Μέχρι το βράδυ θα ρίχνεις, ώσπου να μάθεις. Δεν φεύγεις από ‘ δω». Συγχρόνως μου δίνει και μια «σφαλιάρα» στο σβέρκο … Έριξα το κεφάλι κάτω περίλυπος και ξεκινάω από το «λιακό» (βεράντα) να στήσω πάλι το στόχο (κονσερβοκούτι). Δυστυχώς όμως και πάλι ούτε ένα «σκάγι» δεν χτύπησε το κονσερβοκούτι! Φυσικά έφταιγα εγώ που γύρισα το κεφάλι μου προς τ’ αριστερά, για να παρασύρω την καραμπίνα, για να γλυτώσω το πουλί – εάν υπήρχε! Ο πατέρας μου, αυστηρά, μου ζήτησε να γεμίσω την καραμπίνα, όπως μ’ είχε οδηγήσει. Δίπλα μου , σε πέντε μέτρα απόσταση, καθόταν ο θείος μου – κυνηγός και αυτός – και μειδιούσε! Αυτός δε πίστευε … Ειρωνικό το περιβάλλον και αμίλητο εδέσποζε το συγκενολόι. Άρχισα να ενοχλούμαι … Σε λίγο να θυμώνω. Αμίλητος, αρπάζω την καραμπίνα στα χέρια μου, τη «γεμίζω», την ακουμπάω επάνω στο τοιχίο του ανοιχτού παράθυρου, σφίγγω την καραμπίνα με τα χέρια μου, το δάχτυλο στη σκανδάλη, κρατώ την ανάσα μου και ρίχνω. Επί τέλους, δεν βλέπω κανένα πουλάκι εκτός από το κονσερβοκούτι που το παρασταίνω για πουλί … Αυτό ήταν! Τα σκάγια έπεσαν στο κουτί και τόκαναν διάτρητο. Επιτυχία εκατό τοις εκατό. Παλαμάκι, πολεμικός ενθουσιασμός για τη σωστή « ριξιά» . «Μπράβο ! … Μιχάλη» …
Εγώ, όμως, δεν ήμουνα περήφανος. Απεναντίας μάλιστα ήμουν ευτυχής γιατί στην πραγματικότητα δεν υπήρχε αληθινό πουλί (ορτύκι ή τρυγόνι ή τσίχλα), αλλά την πλήρωσε το κονσερβοκούτι, που σημαίνει πως είχα εκπαιδευτεί και αποδείκνυα πως ήμουν … σωστός κυνηγός, ικανός να … σκοτώνω πουλιά … Βρήκα, λοιπόν, τη λύση να σκοτώνω … κονσερβοκούτια και ποτέ πουλιά! (ορτύκια, τρυγόνια, τσίχλες κ.λ.π.) Αυτά!
Αθήνα, Μάης 1991
ΜΙΧΑΛΗΣ ΝΙΚΟΛΙΝΑΚΟΣ