Θυμάμαι πως ήταν Ιούλιος του 1944. Η κυβέρνηση των βουνών δεν τα βρήκε με την κυβέρνηση του Καίρου στο Λίβανο … Οι διαφορές και προστριβές πέρναν νέο σχήμα και μέγεθος.
Πήρα λοιπόν από την οργάνωση οδηγίες – όπως γινόταν – να σχεδιάσω τουλάχιστον δέκα όμοιες αφίσες – πόστερς με χρώμα και με ανάλογο θέμα. Είχα μια επιδεξιότητα και ευχέρεια σχεδιαστική, ανάλογη βέβαια και με την περίσταση, γιατί ο αγώνας το καλούσε να γίνονται όλα στο «φτερό».
Ήταν αγώνας εξοντωτικός και δεν έπαιρνε χασομέρι … Άλλωστε η μεγάλη στιγμή της απελευθέρωσης ήταν πολύ κοντά.
Αρχίσαμε να κάνουμε τολμηρές εμφανίσεις, είμασταν ασυγκράτητοι … Ζήτημα ημερών η Λευτεριά! Όμως όλα τανάποδα είχαν έρθει σε μένα … Το ατελιέ μου και υπνοδωμάτιό μου τώχα πριν λίγο καιρό, γιατί τα Ες Ες είχαν εισβάλλει (1) μια νύχτα του καλοκαιριού και αφού μου λεηλάτησαν ό,τι κι αν είχα – ωραιότατα εφηβικά σχέδια ζωγραφικά με μελάνι – πια να πρωτοθυμηθώ ; Ένα εκφραστικό ήταν του μεγάλου Αιμίλιου Βεάκη με μια έξυπνη αφιέρωση που ερμήνευε τις διαφορές θεάτρου και κινηματογράφου. Τον απασχολούσε πολύ φαίνεται. Ένα θέμα που σε λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση μας απασχολούσε και μας προβλημάτιζε όλους. Ιδιαίτερα εμάς που διαθέταμε κάμποσα χρόνια στην τέχνη του κινηματογράφου. Συνεχίζω να θυμάμαι του επίσης διακεκριμένου ανθρώπου και φίλτατου, με όλο το σεβασμό, Γιάννη Μελά, του θαυμάσιου Τάκη Τάνγκα, κοκκινιώτες και οι δυο βουλευτές μετέπειτα και ακόμα υπουργός ο πρώτος. Θρηνώ τα σχέδιά μου αυτά ακόμη. Μου τα λήστεψαν οι βάρβαροι των Ες – Ες . Δεν τόλμησα να ξαναγυρίσω στο εργαστήρι μου. Βρήκα λοιπόν νέα «κονάκι» στον Πειραιά δίπλα στην Πλατεία του «Προμηθέα», απέναντι στη … Γενική Ασφάλεια (!) για … σιγουριά!
Εκεί σ’ ένα πολυόροφο – υπάρχει ακόμα και τώρα – στεγαζόταν η Οικονομική Εφορία Πειραιά. Είχα λοιπόν μετατρέψει το πλυντήριο σε εργαστήρι του αγώνα για να σχεδιάζω ό, τι παράνομο υλικό που απαιτούσε η περίσταση. Μια συγγένισά μου καθαρίστρια – Θεός σχωρέστηνε – μόνιμη δημόσιος υπάλληλος και ο άντρας της – κλητήρας και αυτός , δεχόταν να στεγαστώ στο καμαράκι – πλυντήριο του χτηρίου στο ψηλότερο σημείο.
Η δικαιολογία μου έγινε πιστευτή, για να « μη με πιάσουν οι Ούνοι και με στείλουν στα κάτεργα της Χιτλερικής Γερμανία». Ήμουν έφηβος και οι γερμανοί είχαν ανάγκη από εργατικά χέρια. Από παιδιά μέχρι γέροντες έστελναν στα εργοστάσια, αποστολή χωρίς γυρισμό! Σκληροπυρηνίτης της δεξιάς ο συγγενής μου του «κράτους εν κράτει», συνεχώς φλυαρούσε και τούκανε πολύ κέφι να κάνει διαφώτιση σχολαστική για να με πείσει για τα πολύτιμα … αγαθά της ιδεολογίας του …Είναι αλήθεια πως ποτέ δεν είχαν τη περιέργεια νανέβουν επάνω να μάθουν με τι διάβολο ασχολούμαι … Ο συγγενής μου περιοριζόταν να μου υπενθυμίσει κάθε φορά τη δύναμη του «κράτος εν κράτει» του δια πυρός και σιδήρου συνεχώς πρόσθετε ! …
Εκείνο λοιπόν το πρωινό ετοιμάστηκα γοργά, φόρεσα ένα «σόρτς» χακί στρατιωτικό, τα πέδιλά μου, ένα πουκαμισάκι – καλοκαίρι ήταν Ιούλιος μήνας, τα πολύ σκούρα γυαλιά μου – πολύ συνομωτικά! – και με τα μαλλιά μου «περμανάτ». Και βέβαια ένα ακόμα μύστακας και όλα αυτά για τους γνωστούς λόγους δηλαδή του παράνομου και καταζητούμενου που ήμουν … Πρόσθεσε και το πλαστό γερμανικό πάσσο που εγώ ο ίδιος το είχα … επεξεργαστεί με το επίσης πλαστό και φανταστικό όνομα: Γεώργιος Ροδόπουλος. Γιατί … Ροδόπουλος ειδικά ; έτσι μου ήρθε πρόχειρο και το διάλεξα.
Αγκαλιάζοντας τι αφίσες στο αριστερό χέρι – ένα ρολό από δέκα χαρτόνια «κουσέ» 0,70 Χ 1,00 το καθένα, χωρίς περιτύλιγμα – και δεν το τύλιξα, θες από αμέλεια, θες γιατί δεν είχα πρόχειρα μια κόλα χαρτί, με ένα κομμάτι σπάγγο δεμένο στη μέση του ρολού, και από το άλλο χάρι ένα δέμα με βάρος τουλάχιστον δύο κιλά … προκηρύξεις τυλιγμένες αυτές καλά και σίγουρα με περιτύλιγμα. Πήρα λοιπόν μήνυμα από το τηλέφωνο του κυρίου … εφόρου, στο γραφείο του οποίου τεντωνόμουνα σ’ ένα θαυμάσιο μεγάλο καναπέ και όλα αυτά τις απογευματινές ώρες. Θυμάμαι λοιπόν ότι για λίγες μέρες, πως το ζεύγος έλειπε στο χωριό. Έτσι ολομόναχος γύριζα σα το βρυκόλακα στο χτίριο και φυσικά κάνοντας, πέρα από τα προσωπικά μου τηλέφωνα και τα … υπηρεσιακά μου. Ραντεβού λοιπόν για την παράδοση του υλικού στη στα των λεωφορείων Πειραιά – Νέα Κοκκινιά στις 11 το μεσημέρι με την συναγωνίστριά μου την Αθηνά Παπαδοπούλου. Αγκαλιά τα δυο δέματα βαδίζω προς τη στάση .(2) Όπου, να σου και η μικρόσωμη και όμορφη Αθηνά. Βαδίζει σχεδόν χαμογελαστή και έρχεται κατά πάνω μου βαστώντας μια σακούλα από καραβόπανο και στο άνοιγμα ξεχώριζαν τζετζερέδες και άδεια κουτά για το «λαϊκό συσσίτιο» … καμουφλάζ όλο αυτό το νοικοκυριό βέβαια…
Καλημέρα γλυκειά μου, της πετάω …
Καλημέρα Μισέλ. Ήρθα !
Το βλέπω καλή μου. Τι γίνεται στο … μέτωπο;
Α! ησυχία, μου λέει.
Μόνο ησυχία δεν υπήρχε στη γειτονιά μας στην Νέα Κοκκινιά τότε. Οι γερμανοί και ντόπιοι συνεργάτες τους οργώνανε συνεχώς την περιοχή μας και όλο συμφορά άφιναν πίσω τους … Είχαμε συνηθίσει σ’ αυτά…
Αθηνά, προχώρα δίπλα μου χαμογελαστή και … ευτυχισμένη, πάμε
κατευθείαν στην πόρτα του λεωφορείου να στα … ενχειρίσω!
Έγινε !
Το ένστικτό μου δούλευε. Έπρεπε να φαινόμαστε χαμογελαστοί και … ευτυχείς . Πίστευε πως ήταν συνωμοτικό και αναγκαίο για την περίσταση και η Αθηνά το κατάλαβε αμέσως και ανταποκρίθηκε
Και ξαφνικά, τι με φώτισε και δεν της έδωσα τα δέματα στα χέρια; Αυτή η ενέργεια που δεν την έκανα … μ’ έσωσε!…
Ξαφνικά, σαματάς, Θόρυβοι σωστός κατακλυσμός, ρολά να κατεβαίνουν, πάγκοι με εμπορεύματα της εποχής να πέφτουν χάμω και ξαφνικά σαν σίφουνες να ορμούν προς τα πάνω μας 6-7 ταγματασφαλίτες, να μας κυκλώνουν στριγγλίζοντας με τις αγριοφωνάρες τους και με τις «αραβίδες» (3) βλαστημώντας συγχρόνως και να βάζουν στη μέση …
Ακίνητοι, ουρλιάζουν !
Παγώσαμε !… Και δεν φτάνει αυτό, νοιώθω ξαφνικά την κρύα κάνη
ενός πιστολιού να κολάει στη μέση μου κατάσαρκα με βαρβαρότητα από ένα σκυλόμουτρο (4) σωστό αγριάνθρωπο και λυσασμένα να φωνάζει:
Σέφαγα … την ταυτότητά σου!
Ρίζωσα στη γη. Δεν κουράγιο να κινηθώ.
«Χάθηκα», μονολόγησα. Τι θα γίνει μ’ όλα αυτά που κουβαλάω; Φυσικά και πολύ λογικό θα τα ψάξουν … Έστω και από απλή περιέργεια … και έπειτα; Τι θα γίνει με τις ακάλυπτες αφίσες όπως τις βάσταγα αγκαλιά και ξεχυνόντουσαν οι αποχρώσεις με το εκτυφλωτικό φως του ήλιου διάχυτα; Το αίμα μου είχε σταματήσει να κυκλοφορεί και η ανάσα μου είχε κοπεί. Τι θα μπορούσε να γίνει; Προσπαθούσα να βρω μια επιθυμητή λύση… Ένα θαύμα να γίνει …
Άλλο τι άλλο μπορούσε να συμβεί έξω από του να με εκτελέσουν επί τόπου … Άλλωστε η « επί τόπου εκτέλεση» ήταν συνηθισμένο γεγονός όσο πλησίαζε η απελευθέρωση της χώρας. Οι βάρβαροι με του συνεργάτες τους ήταν ανελέητοι και είχαν σκληρύνει την τακτική τους. Πυροβολούσαν όποιον και νάβρισκαν μπροστά τους ανεξέλεκτα! Το θηρίο αυτό που λέγεται άνθρωπος έχει και κάτι αλλόκοτες στιγμές μυστηριακές που το προσγειώνουν ανώμαλα στην πραγματικότητα. Θυμάται τότε το «Θείο όν» και αρχίζει να εκλιπαρεί ειλικρινά και βαθειά για την σωτηρία του … εξουθενώνεται! Αυτό λοιπόν συνέβαινε και σε μένα. Έφηβος όντας λαχταρούσα να ζήσω και η παράκλησή μου στο θεό ήταν βαθειά. Και τη δικαιολογία που έβρισκα ήταν πως είχα δικαίωμα να ιδώ την απελευθέρωση του τόπου και του λαού μας. Όλα αυτά βέβαια γινόντουσαν αστραπιαία σε δευτερόλεπτα …
Συνήλθα και με πολλή προσοχή – η καρδιά μου χτυπούσε πιο γρήγορα μαυτό που προσπαθούσα να κάνω – αργά με κομένη την ανάσα μετέφερα το δέμα με τις αφίσες που είχα από το δεξί μου χέρι στο αριστερό μου χέρι , που ήδη βάσταγα τα δέμα με τις προκηρύξεις. Ο κίνδυνος, ήταν θανάσιμος. Να μου φύγουν όλα τα δέματα από κακό χειρισμό και να μου πέσουν κάτω – θεέ μου! Συγκέντρωσα το μυαλό μου στην προσπάθεια ευελιξίας και αντοχής του αριστερού χεριού μου. Θα άντεχε; Θα το κατάφερνε να τα ισορροπήσει και τα δύο δέματα; και πόσο; Μέχρι βέβαια να γίνει το πιο αδέξιο μπέρδεμα η να πιάσουν με τα χέρια τους ή να μου τα τινάξουν κάτω για να δουν τι στο διάολο είναι αυτά που τάχω αγκαλιά με τόση φροντίδα και … αγάπη!
Αφού στα γρήγορα σιγουρεύτηκα πως τα δέματα μεταφέρθηκαν σωστά από το ένα χέρι στο άλλο, ποιο ήταν το επόμενο που μπορούσε να κάνω;
Με πολλή αργή κίνηση έφερα το δεξί χέρι μου στην πισινή δεξιά τσέπη του πανταλονιού μου και έβγαλα το γερμανικό πάσσο. Γνώριζα καλά πως αν η κίνησή μου ήταν νευρική και απότομη θα μπορούσε να την παρεξηγήσει και να μου αδειάσει το πιστόλι του επάνω μου. Χωρίς να το πιάσει στα χέρια του το είδε και απότομα μου γύρισε την πλάτη του. Έλα Παναγιά μου! Αναλογίστηκα πως σύντομα θα επιστρέψει. Σίγουρα δεν ήρθε η σειρά μου – συλλογίστηκα, και πλησιάζοντας την Αθηνά άρχισε με τρόπο βάρβαρο να ψάχνει και να ρωτάει την κοπέλλα. Με πολλή προσοχή σφίγγοντάς το, έβαλα στην τσέπη μου το πάσο μου, διατηρώντας την ισορροπία πάντα στα δέματα …
Στο μεταξύ άκουγα πίσω μου την αγριοφωνάρα του στο κορίτσι:
Μωρή πες μου που πας και ποιον θα συναντήσεις …
Άκουγα σιωπηλός και ανατρίχιαζα. Σκεφτόμουνα πως το χοντρό του μυαλό, ύστερα από λίγο θ’ αντιλαμβανόμουν ότι ο «κάποιος» ήμουν εγώ! … Και τότε … Για ύστερα δε μπορούσα να σκεφτώ …
Ξαφνικά ο τύπος άρχισε να ουρλιάζει και συγχρόνως να δέρνει την κοπέλα άγρια. Η μικρόσωμη Αθηνούλα έγινε μπάλα στα χέρια του Ξύλο και τι ξύλο ήταν αυτό! Οι τζετζερέδες με την σακούλα σκόρπισαν στους πέντε ανέμους και η Αθηνά έπαιρνε τούμπες στον αέρα σα ακροβάτης – μπαλλαρίνα ! …
Θα μου πεις ποιον πας να συναντήσεις; μούγκρισε.
Που βέβαια εσήμαινε πως αυτή την παρακολουθούσαν από την Κοκκινικά κι όχι εμένα … Δεν μπορούσα να βλέπω τη σκηνή του ξυλοδαρμού. Ήταν εξευτελιστικό για μια μικρή τρυφερή κοπελιά από αυτό το ανθρωπόμορφο τέρας. Μεσ’ την αγανάκτησή μου χωρίς να έχω συναίσθηση της πράξης μου βάζω τις φωνές:
Μα δεν ντρέπεστε; Πως μεταχειρίζεστε έτσι το κορίτσι …
Γυρίζει απότομα ο κακούργος και μουγκρίζει μου φωνάζει:
Στο διάβολο … ακόμα εδώ είσαι ρε ψηλέ; Φύγε γιατί θα σου ρίξω
… και σηκώνει το πιστόλι του με μια γρήγορη κίνηση, ταυτόχρονα μου …εκτοξεύει μια κλωτσιά στην ουρά μου – ακόμα πονάω …
Τι διάολο σχεδιάζει, συλλογιζόμουν τρέμοντας … Μηχανικά και χωρίς να καταλαβαίνω και πολύ τι έκανα, γύρισα τα πίσω μπρος και με αργό βήμα, προχωρώ προς το λιμάνι περιμένοντας πως από στιγμή σε στιγμή θα μου ‘ριχνε στο κεφάλι. Βημάτιζα αργά σαν μελλοθάνατος μονομάχος χωρίς όπλο. Μου ερχότανε να βάλω τις φωνές . Τα νεύρα μου κόντευαν να σπάσουν … Προχωρούσαν και δε γύριζα να κοιτάξω πίσω μου. «Σίγουρα με σκοπεύει, σκεφτόμουνα, θα μου ρίξει όπου νάναι». Η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα .Προχωρούσα και τίποτα … Σιγά στον ίδιο ρυθμό τα βήματά μου. Νέκρα … λίγο ακόμα και θα είμαι μακριά. Σφίγγω τα δέματα επάνω μου – έχω στο νου μου μη μου πέσουνε χάμω και τότε … Ψυχή στην περιοχή δεν υπάρχει. Οι άνθρωποι έχουν κρυφτεί Νέκρα ο δρόμος. Είμαι ο μόνος και ο μοναδικός στόχος … και ξάφνου από τη δεξιά μου πλευρά ακούω σφυριχτά: «Ψιτ ! Ψιτ!» με επιμονή! Γυρίζω δεξιά και αργά το κεφάλι μου χωρίς να σταματήσω τα βήματά μου και βλέπω σένα περίπτερο ένα αρχιφύλακα(5) που προσπαθεί καλυμμένος στο κλειστό περίπτερο, να μου δώσει να καταλάβω πως πρέπει να … εξαφανιστώ!
Φύγε ρε ψηλέ, μη στέκεις καθόλου, μη γυρίσεις πίσω σου! …
Τώρα που τον θυμάμαι λέω. Ας είναι καλά ο άνθρωπος αν βέβαια ζει σήμερα.
Πέρασαν 42 χρόνια από τότε … Η Αθηνά Νικαλαίδη – Παπαδοπούλου κρατήθηκε στην Ειδική Ασφάλεια, όλες τις ταλαιπωρίες της, μέχρι την απελευθέρωση. Ζει τώρα ευτυχισμένη με την πολυμελή της οικογένεια. Όσο για μένα λυσσάξανε να ψάχνουν να με βρουν. Κατάλαβαν πως δεν ήμουν … ο Ροδόπουλος Γεώργιος που ανέφερε το πλαστό μου πάσο, αλλά ο πιο «ψηλός» άνθρωπος της Κοκκινιάς, παράνομος και καταζητούμενος στα κιτάπια της ειδικής ασφάλειας και των Ες – Ες.
Μία μικρή και ασήμαντη λεπτομέρεια: Δεν έδωσα τα δέματα μόλις συνάντησα την Αθηνά, αλλά της ζήτησα να της τα δώσω στην πόρτα του λεωφορείου μόλις θα ξεκινούσε, για λόγους σιγουριάς…Αυτό με απάλλαξε φαίνεται από κάθε υποψία από αυτούς που την παρακολουθούσαν αφού δεν της παρέδωσα τίποτα…Έτσι, βλέποντας και το γερμανικό πάσο- τέλειο καθ’ όλα- και που το΄χαν μόνο όσοι δούλευαν σε γερμανικές υπηρεσίες και δουλειές- με την αντίστοιχη αμφίεση μου, σόρτς και μαλλιά…περμανάντ, μουστάκι αυτοφυές κ.λ.π. πέρασα ανυποψίαστος, θαρραλέος και βέβαια πολύ τυχερός! Αν με υποψιαζόντουσαν θα με οδηγούσαν στην ασφάλεια, και φυσικά θα με παρέδιναν στους Ούννους, που και αυτοί με την σειρά τους θα διαπίστωναν το πλαστό μου πάσσο και…
Δύο μέρες αργότερα οι ίδιοι ταγματασφαλίτες μπουκάρανε- το κάνανε άλλωστε συχνά αυτό- στην γειτονιά μας, την Κοκκινιά, ψάχνοντας σαν πεινασμένα αγρίμια.
Στάθηκαν στη γωνιά Θείρων και Θυατείρων κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά για την… αφεντιά μου. Ακούστηκαν μάλιστα- από την αείμνηστη μάνα του Βασίλη Παπαδημητριάδη, που μπουγάδιαζε δίπλα στη σκάλα του προσφυγικού τους σπιτιού- να λένε μεταξύ τους:
-Ρε έχετε το νου σας είναι ο… υψηλότερος άνθρωπός της Κοκκινιάς! και… μαλιούρας!…( πάντοτε « έτρεφα μακριά κόμη» από πολύ μικρός!).
Είχαν καταλάβει πως τους ξέφυγα μέσα από τα χέρια τους και το «φυσούσαν και δεν κρύωνε»…Ήξεραν και κάτι άλλο… πως δεν απομακρυνόμασταν από τα «Κιλικιανά» και το κέντρο της Ν. Κοκκινιάς γιατί μόνο εκεί μπορούσαμε να κρυβόμαστε, στα «πλυντήρια» και στα προσφυγικά τετράγωνα, τις χαμοκέλες με τα ασφυκτικά στενά που ούτε γάτος, ούτε άνθρωπος χώραγε να περάσει, έξω από τα νέα παιδιά που γνωρίζαμε « σπιθαμή προς σπιθαμή» το κάθε τι. Εξαφανιζόμασταν και νοιώθαμε σιγουριά. Γι’ αυτό δεν εγκαταλείπαμε αυτό το ιδιόμορφο «στρατόπεδο»!
Οι εχθροί μας το γνωρίζανε καλά αυτό, και από φόβο, αποφεύγανε τις… κακοτοπιές, και δεν μας ακολουθούσαν!… Όσο για την άξια συναγωνίστρια Αθηνά, είχα επιβαρύνει ανεπανόρθωτα τη θέση της, άθελα μου. Πλήρωσε τίμημα της ταλαιπωρίας, το ξύλο και τα… πολύ γνωστά βασανιστήρια τη ς ειδικής Ασφάλειας. Αλλά τελικά μπορέσαμε να επιζήσουμε και οι δυο μέχρι σήμερα…
Ένα μήνα αργότερα στις 17 Αυγούστου του 44, στο τραγικό μπλόκο της Κοκκινιάς, στην Πλατεία της Οσίας Ξένης ( Τα Κιλικιανά), οι βάρβαροι Ούννοι με αναζητούσαν ανάμεσα σε αυτούς που είχανε μαζέψει στην πλατεία δείχνοντας την φωτογραφία του προσώπου μου. Ήσαν ένας διερμηνέας και μια ομάδα Γερμανών. Ο γνωστός και διακεκριμένος κοκκινιώτης- πειραιώτης συγγραφέας Στρατής Ευστρατιάδης που ήταν και αυτός στη σύναξη της πλατείας, γονατιστός κάτω από τον καφτερό αυγουστιάτικο ήλιο, αρνήθηκε να δηλώσει πως γνώριζε τον νέον άνθρωπο της φωτογραφίας- που δεν ήταν άλλος από μένα!..
—————————————————————————————–
1.Ο Γιάννης Κλειδάς, ο σατιρικός ποιητής που τώρα βρίσκεται στην Βραζιλία- ενώ οι τελευταίες ειδήσεις λένε πως πέθανε από κάποια ασθένεια- κρατούμενος εκείνη την νύχτα βάσταγε στα πόδια του ζωγραφικά μου ταμπλώ, σχέδια μελάνια μέσα στο γερμανικό καμιόνι με άλλους κρατούμενους από την εισβολή των Ες- Ες στο στούντιο μου το καλοκαίρι του ’44.
2.Στον ίδιο δρόμο Ιωαν. Μεταξά, σημερινός Εθνικής Αντίστασης, κοντά στα πειραιώτικα παληατζίδικα, βρίσκονταν η αφετηρία η και το τέρμα της Κοκκινιάς. Τα λεωφορεία είχαν μετατραπεί σε «γκαζοζέν» γιάτι εκινούντο με καυσόξυλα, ελλείψη βενζίνης και φυσικά τις περισσότερες φορές βοηθούσαν και οι επιβάτες στο… σπρώξιμο του λεωφορείου στον ανήφορο!.. Αξέχαστη εποχή!
3.Αραβίδες: μακρύκανα όπλα του Ιταλικού στρατού, που η λόγχη ήταν βιδωμένη μονίμως στο όπλο και ανοιγόκλεινε.
4.Το σκυλόμουτρο, ο επικεφαλής της ομάδος της Ειδικής Ασφάλειας, γνωστός βασανιστής και δολοφόνος. Δεν ξαναφάνηκε πουθενά. Χάθηκε. Ειπώθηκε πως εκτελέστηκε από την αντίσταση…
5.Θα πρέπει να δηλώσω ότι ένα μεγάλο μέρος των αστυνομικών μας βοηθούσαν στον αγώνα μας και πάρα πολλοί απ’ αυτούς ήταν οργανωμένοι στον ΕΑΜ-ΕΛΛΑΣ.
6.Την όλη σκηνή παρακολούθησε ο φίλος Βασίλης Παπαδημητριάδης που με συνόδεψε πριν έως το σημείο συνάντησης με την Αθηνά. Απομακρύνθηκε ταχύτατα όπου από κάποια απόσταση έγινε θεατής και μάρτυρας της σκηνής. Ο ίδιος διατηρούσε κατάστημα υποδημάτων στο μουράγιο δίπλα στο «Ρολόι». Πολλές φορές ακουμπούσα τα … φορτία μου ( αγωνιστικό έντυπο υλικό) στο μαγαζί του. Έτσι βοηθούσε και αυτός στον αγώνα της Αντίστασης.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΝΙΚΟΛΙΝΑΚΟΣ