Ήμουν παιδί …
Με χαρά και λαχτάρα γέμιζε η ψυχή μου, έτσι καθώς κλώτσαγα τη θάλασσα και την ψιλοκοσκινισμένη άμμο, ενώ συγχρόνως αντίκριζα στον καθαρό ορίζοντα έναν γραφικό, καθυστερημένο «μουτζούρη» (*) του μεσοπολέμου, που η κάπνα του ακολουθούσε τον ούριο άνεμο σταθερά, εγωιστικά και υπερήφανα.
Αυτά τα καράβια θύμιζαν πλεούμενα – γίγαντες που διέσχιζαν όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης ακούραστα. Ώσπου, ακολουθούσαν τη μοίρα τους δίπλα σε μια δέστρα του λιμανιού και γινόντουσαν βίδες … Άχρηστα και γέρικα πια και γέμιζες θλίψη που του ράγιζε την καρδιά, σαν αναλογιζόσουν πως αυτή η δυνατή φιγούρα που άλλοτε την καμάρωνες για τη λεβεντιά της και τώρα διαλυόταν και ρήμαζε μπροστά σου …
Ήμουν παιδί όταν αγάπησα τη θάλασσα και από τους πρώτους, ο πρώτος, ο πρώτος της ηλικίας μου της παιδικής παρέας μου που έμαθα κολύμπι … Τι να πρωτοθυμηθώ, τη γοητευτική μουρμούρα της; Τα ανεξάντλητα χρώματά της, Αγαπημένη μου, δεν κουράζεται ποτέ κανείς αγκαλιασμένος μαζί σου …
Ήμουν παιδί … και μεγάλωσα δίπλα στην αμμουδιά. Κι άκουγα όλου τους βρυχηθμούς από τα κύματα. Μύριες ορχήστρες σε ποικίλους ρυθμούς … Τι βουητό ήταν αυτό ! όλες οι φωνές περνούσαν μέσα από τα κοχύλια της θάλασσας … κι όλες χάρες μια αιώνια αναδυομένης Αφροδίτης του Μποτιτσέλι, υψώνονταν σε μια υπέρτατη συμφωνική αρμονία που αγκάλιαζε ολάκαιρο το Σύμπαν …
ΜΙΧΑΛΗΣ ΝΙΚΟΛΙΝΑΚΟΣ