Κείνη την ημέρα ήμουν πολύ ανήσυχος. Ένοιωθα πως κάτι θα μου συμβεί… Πλησιάζαμε στην απελευθέρωση και οι Ούννοι μαζί με τους συνεργάτες τους γινόντουσαν όλο και πιο σκληροί και αδίστακτοι. Σκότωναν επί τόπου.. πολύ άνετα!.. Κάτι λοιπόν μέσα μου, κάτι δεν πήγαινε καλά… Έτσι λοιπόν που στοχαζόμουνα, έξω από το ξυλουργείο του Παναγιώτη Παντελίδη μου’ κόψε τους συλλογισμούς ένας φίλος αγωνιστής ο Μήτσος ο Ραικόπουλος .
-Πάμε έχουμε δουλειά το βράδυ. Πιάσε και αυτέςαπό τώρα(προκυρήξεις) και στις 8 το βράδυ περίμενε με εδώ. Θα σε πάρουμε μαζί μας για τα…περαιτέρω!
Δεν έφερα καμιά αντίρρηση, άλλωστε αυτό γινόταν σχεδόν κάθε ημέρα. Τη μία… τοιχογραφούσα παραστάσεις με χιούμορ και την άλλη, διανομή στις πόρτες από κάτω με προκυρήξεις! Θα θυμόνται οι παλιοί την ιστορικη συνάντηση των τριών Μεγάλων Τσωρτσιλ, Στάλιν και Ρούσβελτ στην Τεχεράνη, που όταν ξύπνησαν οι Κοκκινιώτες είδαν χιουμοριστικά σκίτσα των «Μεγάλων» στους τοίχους της Κοκκινιάς. Είχαν γιορταστική όψη… Λύσσα οι Ούννοι! Τα χιουμοριστικά σχέδια στον τοίχο τα… εξετέλεσε η αφεντιά μου
-Εντάξει Μήτσο, στις 8 το βράδυ. Χαιρέτισα και μπήκα στο μαγαζί του Παντελίδη. Ιδιόρρυθμος τύπος ο Παναγιώτης αλλά σπαθί στο λόγο του και τη συμπεριφορά του. Επιπλοποιός- μάστορας έξοχος, απλός άνθρωπος λίγο γκρινιάρης για ότι συνέβαινε γύρω του αλλά συμπαθέστατος. Χρόνια στη γειτονιά και χρόνια φίλος.
-Ρε συ Παναγιώτη, άκουσες λίγο πριν πως θα περάσουν να με πάρουνε για οργανωτική δουλειά το βράδυ στις 8. Μπουγέλος με πινέλο και προκυρήξεις για το βράδυ. Αλλά το θέμα είναι άλλο… Βρε, δεν αισθάνομαι σιγουριά απόψε. Κάτι θα μου συμβεί. Δεν μου’ ρχεται να πάω στο καμαράκι μου- εργαστήρι να κοιμηθώ. Έχω κακό προαίσθημα πως θα με πιάσουν! Πόσους δικούς μας εξαφάνισαν η και σκότωσαν. Χθες δολοφόνησαν δύο φοιτητές- νέα παιδιά- στα σκαλοπάτια του σπιτιού τους στην Παλιά Κοκκινιά. Επειδή γειτονεύω προς τα εκεί αισθάνομαι πως ήρθε η σειρά μου. Προαισθάνομαι άσχημα, άκου που σου λέω… Λέω σήμερα το βράδυ ίσως και αύριο και μεθαύριο να συνεχίσω να κοιμάμαι στον ξυλουργικό «πάγκο» σου, στρώνοντας μια κουβέρτα μου για να μην δεινοπαθήσουν τα…πλευρά μου… Τι λες?..
-Το ρωτάς, μου απάντησε ο Παναγιώτης. Τρέξε και φέρε την κουβέρτα σου και στρώση στον «μπάγκο» μου. Και για καλύτερα να σε κλειδώσω απ’ έξω. Και έχει ο θεός μέχρι το πρωί…
-Φίλε μου σ’ ευχαριστώ είμαστε σύμφωνοι, είπα.
-Περίμενε με μέχρι τις 9.30 ελπίζω να’ χω τελειώσει, αν όχι κλείδωσε και φύγε… Μη ξεχνάς πως η κυκλοφορία απαγορεύεται την νύχτα!
-Τι λες μωρέ, μου απαντάει ο Παντελίδης. Εσύ εκεί που πας μπορεί να μην ξαναγυρίσεις και νοιάζεσαι για μένα που θα περιμένω δυο ώρες? Και τι έγινε? Άντε φύγε και πρόσεχε.
Τον ευχαρίστησα και έφυγα. Συνηθισμένη ρουτίνα η δουλειά στα ντουβάρια της γειτονιάς, όπως και με τις προκυρήξεις . Δεν νοιαζόμασταν για τον κίνδυνο. Είχαμε συνηθίσει! Αλλά έλα που κόντευε η Απελευθέρωση και η ψυχή μας φτερούγιζε και νοιαζόμασταν να προσφέρουμε περισσότερα στον κοινό Αγώνα… Για να μην αργώ, όρμησα στο «καμαράκι» μου-δεν απείχε από του ξυλουργού περισσότερο από 300 μέτρα. Ήταν ένα προσφυγικό σπιτάκι με πλίνθους, με ένα ισόγειο δωμάτιο, διάδρομος προς το δρόμο (έξοδος), και το αντίστοιχο υπόγειο του κτίσματος. Ακριβώς απέναντι στο ιερό του Αη-Γιάννη-εκκλησία της ενορίας πίσω από την παληά δημαρχεία. Ξεκλείδωσα το διάδρομο και σε συνέχεια άνοιξα με το κλειδί το δωμάτιο μου- εργαστήρι. Ταμπλώ στον τοίχο και μελάνια, χιουμοριστικά σχέδια προσωπικοτήτων της περιοχής. Σκίτσα μου από τα «Αθλητικά Νέα»- μια αθλητική εφημερίδα, κάτι φιλολογικά περιοδικά κ.λ.π βιβλία, εργαλεία, καβαλέτο, τραπέζι, παιχνίδια, βάζα με πινέλα κ.λ.π. Αγαπημένα πράγματα. Ένα αγαπημένο κρεβάτι σιδερένιο, σαν ντιβάνι, ξηλωμένο από τα πλοία του Εμπειρίκου που παληά έκαναν ταξίδια Πειραιάς- Αυστραλία. Το κρεβάτι αυτό με ακολουθούσε από τα 13 μου χρόνια μέχρι που ανδρώθηκα. Δεμένο με τη ζωή μου. Ένα ακόμα σχέδιο φυσιογνωμικό, καμωμένο από μένα, του αείμνηστου Αιμίλιου Βεάκη με θερμή αφιέρωση του και στοχασμούς. Στάθηκα σιωπηλός στη μέση του ατελιέ μου- το λάτρευα τόσο πολύ-κοίταξα τριγύρω με απελπισία. Πίστευα πως δεν θα τα ξανάβλεπα. Μ’ έτρωγε κάτι μέσα μου. Πλησίασα σ’ ένα εντοιχισμένο ντουλάπι που’ βαζα πρόχειρα ότι ήθελα να φάω. Τράβηξα το φύλλο του, έτριξε απαίσια και θυμήθηκα πως κάτι φαγώσιμο πολύ λιτό είχα σ’ ένα μεταλλικό πιάτο. Δύο πατατοκεφτέδες και τίποτα άλλο. Μηχανικά και χωρίς διάθεση έβαλα στο στόμα μου τον ένα κεφτέ. Σαν να’ θελα να αδειάσω το πιάτο. Αλλά βαστώ στο στόμα μου το μισο και τον άλλο μισό τον εγκαταλείπω στο πιάτο… Έτσι έμεινε στο πιάτο ένας και μισός πατατοκεφτές… Δεν μου πολυάρεσε αυτό που έκανα. Δεν μπόρεσα να ξεδιαλύνω στο μυαλό μου, τι ακριβώς ήθελα να κάνω… Δεν είχα όρεξη να τον φάω τον ενάμιση κεφτέ ούτε πάλι να αδιαφορήσω… Ενδεχομένως οι εχθροί μου να σταθούν στο πιάτο, αν φυσικά ψάξουν για παράνομα πράγματα… Δεν αντιδρώ όμως ούτε έτσι ούτε αλλιώς… Χωρίς καθυστέρηση σπρώχνω το φύλλο του ντουλαπιού να κλείσει. Αρπάζω την κουβέρτα μου και βγαίνω στο μικρό διάδρομο έτοιμος για την εξώπορτα να φύγω, Αλλάζω σκέψη, επιστρέφω και κατεβαίνω στη σκάλα για το υπόγειο να χαιρετίσω και να δώσω οδηγίες ότι θα ταξιδέψω στην σπιτονοικοκυρά, στην γιαγιά κυρά- Λένη κοντά 80 χρονών, ταλαιπωρημένη και βασανισμένη από την Μικρασία και τον ξεριζωμό της…
Είχε πια νυχτώσει και το υπόγειο φωτιζόταν ισχνά από ένα γλόμπο των 5… κηρίων. Δεν έβλεπα καλά. Το φως της ήταν αδύνατο, τα μάτια της έβλεπαν με απλανές βλέμμα, θύμιζε τυφλή. Σουρνόταν από την μία μεριά του υπογείου στην άλλη. Την καλησπέρισα με αγάπη και σεβασμό. Μου απάντησε με την ευχή της. Τη χάιδεψα στο πρόσωπο με πολλή στοργή. Το’ νοιωσα πως δεν μ’ έβλεπε, γιατί τα μάτια της έπαιζαν και μ’ έψαχναν μέσα στο θαμπό φως του υπογείου. Της είπα πως μπορεί να λείψω σε ταξίδι και ας μην ανυσηχεί…
-Καλή σου νύχτα κυρά Λένη… Και δρασκελίζοντας τα ετοιμόροπα σκαλοπάτια του υπογείου έφτασα στην εξώπορτα και γραμμή για το ξυλουργείο του Παντελίδη. Άφησα την κουβέρτα και να! ο συναγωνιστής ο Μήτσος Ρ. , στην ώρα. Με παρέλαβε και χαθήκαμε μέσα στη νύχτα με το υπόλοιπο συνεργείο. Γνωρίζαμε την αποστολή μας και είμασταν υπερήφανοι για ότι κάναμε. Νοιώθαμε σιγουριά και ασφάλεια και κάθε μέρα που πέρναγε αποκτούσαμε εμπειρίες καλυψής και άμυνας. Εκείνο το βράδυ η «δουλειά» μας βάσταξε δύο ώρες. Όλα στην εντέλεια με τα σχετικά… καρδιοχτύπια. Μόλις αποκολλήθηκα από τους άλλους άρχισε να βαραίνει πάλι η ψυχή μου… Άρχισα ν’ ανυσηχώ. Σίγουρα ο Παναγιώτης θα κλείδωσε και θα΄φυγε . Και με το δίκιο του. Δεν βαριέσαι είπα στον ευάτο μου. Αν δεν προλάβω τον Παντελίδη θα πάω στο καμαράκι μου. Στο βάθος όμως δεν το’ θελα . Ανησυχούσα…
Ήταν νύχτα. Δεν υπήρχαν φώτα λόγω της γνώστης «συσκότισης» για τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Η νυχτερινή κυκλοφορία με μόνιμη διαταγή της «κομαντατούρας» απαγορευόταν με ποινή βέβαια της επί «τόπου» εκτελέσεως… Αλλά ολ’ αυτά τα ξέραμε και πέρναμε τα μέτρα μας. Πλησιάζω στο ξυλουργείο. Δεν υπήρχε άνθρωπος στον δρόμο… Πίσσα το σκοτάδι και όσο πήγαινε γινόταν χειρότερο. Με προφύλαξη τοίχο- τοίχο έφτασα μπροστά στο ξυλουργείο. Ανοιχτή η πόρτα! παραξενεύτηκα. Κατάλαβα πως και ο Παναγιώτης ήταν και αυτός στο «πόστο» του. Υπηρετούσε τη μεγάλη υπόθεση της Αντίστασης μ’ αυτό που έκανε. Δεν φοβήθηκε ούτε σκέφτηκε πως διάβολο θα πήγαινε σπίτι του… Θα μπορούσε άνετα να πέσει πάνω στις νυχτερινές περιπολίες της «Γκεστάπο» και να τον κάνουν σκοποβολή οι Ναζήδες. Πλησίασα στο άνοιγμα της πόρτας. Μέσα στο σκοτάδι είδα την κάφτρα του τσιγάρου του…
-Εδώ είναι μουρμούρισα. Δόξα το Θεό! Τον χαιρέτισα και του ζήτησα συγγνώμη που άργησα.
-Δεν ντρέπεσαι μωρέ μου λέει. Και τι δηλαδή έκανα εγώ? Που σε περίμενα, σπουδαίο ήταν?
-Ναι, Παναγιώτη και πολύ ήταν αυτό που έκανες σήμερα. Φύγε λοιπόν γρήγορα και μην αργείς. Ευχαριστώ και πήγαινε τοίχο- τοίχο. Καλή νύχτα!
Ο ξυλουργός, ο απλός άνθρωπος, ο γνήσιος, τι άλλο μου’ κανε? Μου πρόσφερε τη ζωή!.. Και να πως. Είχε στρώσει την κουβέρτα μου στον ξυλουργικό πάγκο του. Τράβηξε το «ρολό» με δύναμη, έβαλε το λουκέτο και με κλείδωσε μέσα. Κανείς περαστικός δεν είδε τίποτα και έφυγε.
Ψαχουλεύοντας στο σκοτάδι έπιασα τον «πάγκο». Σκαρφάλωσα και ξάπλωσα όπως ήμουν ντυμένος. Ο καιρός ήταν ζεστός. Ήμουν ψυχικά ταλαίπωρος. Αισθανόμουν σιγουριά τώρα. Όλα έγιναν σωστά. Άρχισα να συλλογίζομαι και η σκέψη μου στριφογύριζε στα περασμένα και στα τωρινά. Που θα πάει αυτή η ιστορία… Πότε θα τελειώσει αυτή η θύελλα? Πότε θα διώξουμε τους Ούννους!.. Η λευτεριά σπουδαίο απόκτημα, μα κερδίζεται με πολύ αίμα.
Το’ χα καταλάβει και ήμουν έτοιμος. Τις θυσίες τις έβλεπα κάθε μέρα. Γνωστοί μου αγωνιστές και φίλοι χάνονταν καθημερινά… και ξαφνικά μέσα στην νυχτερινή σιγή ακούω φρεναρίσματα και ουρλιαχτά των Ναζί. Πρέπει να’ ταν πολύ κοντά στο ξυλουργείο. Κατάπια τη γλώσσα μου και αμίλητος περιμένω ώσπου πάλι ακούγεται το βάρβαρο ξεκίνημα των Ούννων. Έκανα το σταυρό μου και σιγά σιγά καθώς ήμουν διαλυμένος , με πήρε ο ύπνος…
* * *
Δεν κατάλαβα τίποτα άλλο παρά τον τριγμό της κλειδαριάς του Παντελίδη. Ήταν χάραμα σχεδόν.
-Καλημέρα σου, πως κοιμήθηκες;
-Α τρέλλα… Τι να σου πω, είμαι πανευτυχής! Δεν με σκοτίζει που πονάνε τα πλευρά μου και η πλάτη μου… Του κερατά, δεν σταμάτησα όλη νύχτα να θυμάμαι το εργαστήρι μου, άσε που οι βάρβαροι με τα γαυγίσματα τους κάνανε πιο εφιαλτική τη νύχτα απόψε.
Ένοιωθα σαν λείψανο… Θες να μου την έχουνε στημένη? συλλογίστηκα. Όλα να τα περιμένεις. Μούγκρισα. Άνοιξα το βήμα μου γρήγορα για το καμαράκι μου και τους… πατατοκεφτέδες. Στο κάτω κάτω θα το βάλω στα πόδια μόλις ιδώ την εξώπορτα ανοιχτή, είπα μέσα μου. Και την είδα την πόρτα ανοιχτή! Θεέ μου! μουρμούρισα με φόβο. Νατο έτσι κάπως είχα φανταστεί την επίσκεψη από τους Ούννους. Κανένας άλλος λόγος δεν δικαιολογούσε να’ ναι ανοιχτή η πόρτα. Πιάστηκε η ανάσα μου, κοντοστάθηκα στη γωνία, απέναντι απ’ την πόρτα μου. Προσεχτικά ερεύνησα γύρω μου, αφουγκράστηκα να’ ακούσω τίποτα από το σπίτι μου. Τίποτα, ήσυχα όλα. Μόλις είχε φέξει. Ό,τι έγινε, έγινε! μουρμούρισα. Τα ανθρωποειδή μου κάνανε ποδαρικό σίγουρα τις μικρές ώρες! Να μπω στο σπίτι μου? Μπα δεν νομίζω… Κι αν είναι ακόμα μέσα; Που δεν νομίζω δηλαδή…
Και εκεί που ετοιμαζόμουνα να πάρω τα πίσω μπρος ξάφνου μου σφυρίζει κάποια φωνή από τα ψηλά.( Κάποιες γρίλιες).
-Φύγε μωρέ καί μη χασομεράς . Φύγε να γλιτώσεις . Οι Γερμανοί λύσαξαν τη νύχτα, σπάζανε και παίρνανε ότι τους βόλευε .Σε κλαίγαμε μωρέ . Περιμέναμε να σε φάνε με τις ριπές . Όλα παιδί μου γίνανε σαν αστραπή . Σε κλαίγαμε σου λέω… ‘Όμως δόξα το Θεό που σε βλέπουμε ολόκληρο… Φύγε μωρέ και μη χασομεράς … κινδυνεύεις, μπορεί και να γυρίσουν πίσω που ξέρεις… Φύγε και θα φροντίσουμε εμείς για τα πράγματά σου . Άντε στο καλό . Καλή τύχη΄’.
Στριφογυρίζω επί τόπου και το βάζω στα πόδια .
Ναναι καλά η κυρά-Άρτεμης… Είχε το νου της . Ήταν γνωστή συναγωνίστρια στην περιοχή. Μισούσε θανάσιμα τους ντόπιους προδότες. Πάλευε και πλήρωσε γι΄αυτό Έβριζε τους ταγματασφαλίτες με θάρρος πολύ. Ώσπου μια από τις πολλές φορές της χύσανε το ένα μάτι με χειροβομβίδα…Δεν την ένοιαξε και πολύ. Ήταν γενναία ! Και τι όμορφη γυναίκα με τα γαλανά της μάτια, το ξανθό μαλλί της και την κορμοστασιά της…Ζούσε η κυρά-Άρτεμης,ζούσε και βασίλευε με πολύ κέφι . Ήταν περίπου τριάντα χρονών . Κάθε φορά που τη συναντούσα στη γειτονιά της έδειχνα τον απέραντο σεβασμό μου και την αγάπη μου. Μια σεμνή αγωνίστρια ! Και πολύ γενναία !
Όμως πέθανε το 1985 σε ηλικία 75 ετών περίπου ξοφλώντας τις ταλαιπωρίες της Κατοχής. Συναντηθήκαμε σε ένα ” ντοκιμαντέρ” της Αντίστασης. Ήταν αγνώριστη. Ο εγκέφαλός της δεν δούλευε καλά. Το ένα από τα δυο μάτια της που ήταν γερό ήταν απλανές… Έκλαψα δεν κρατήθηκα… της χάιδεψα το πρόσωπο.
-”Εγώ είμαι ο Μισέλ ο αγωνιστής και γείτονάς σου… με θυμάσαι;…”
-” Α! Ναι , ο Μισέλ , σε θυμάμαι και χαμογέλασε ανέκφραστα…
Δεν κοιμήθηκα άλλη φορά στου Παναγιώτη του Παντελίδη το μαραγκούδικο . Δεν χρειάστηκε . Με πολλή εκτίμηση τον συναντούσα και του μίλαγα στο ξυλουργείο του . Πιστεύω και τώρα με έσωσε το κακό προαίσθημά μου… Πεισματικά και επίμονα να μην κοιμηθώ στο στούντιό μου. Και αποδέχτηκε πώς είχα δίκιο. Η ευαισθησία μου στις προβλέψεις μου βγήκαν σε καλό…
Με πολλή λύπη δεν ξαναπήγα στο ”καμαράκι”μου-εργαστήρι . Λυπήθηκα αλλά δεν γινόταν . Πήγα κιόλας σ΄άλλο κονάκι στον Πειραιά σε γνώση της οργάνωσης για να μπορώ να σχεδιάσω και ότι άλλο χρειαζότανε ο αγώνας .Δεν άργησα και κει να’χω την περιπέτεια μου .Ευτυχώς όμως και κει είχα πάντα τύχη , ”τέλος καλό όλα καλά” .
Όσο για την κυρά-Λένη την πολύ αγαπημένη γιαγιά τη βρήκαν πολύ σκληρά πλήγματα . Ήταν ολομόναχη στον κόσμο μ’ένα εγγονό 15 χρονών μέχρι τότε ,-χαμένοι οι δικοί της στη Μικρασία – ξεριζωμένοι κι’αυτοί . Κακιά μοίρα της πήρε το μοναδικό συγγενή της τον εγγονό της-τον συνέλαβαν οι Ούννοι σ’ ένα από τα μπλόκα και τις εξορμήσεις που κάνανε με καμιόνια και νέο παιδί όπως ήταν τον στείλανε στα κάτεργα της Γερμανίας… Δεν έδωσε ποτέ μήνυμα ή ίχνη ζωής… Χάθηκε…
Την κυρά-Λένη την παρηγορούσα και της έλεγα παραμύθια για να κάνει κουράγιο .
-Εγώ στάθηκα τυχερός , κυρά-Λένη , εσύ όμως όχι… Πλήρωσες το λάθος το δικό μου . Συγχώρεσέ με αγαπημένη κυρά-Λένη , γενναία ανατολίτισσα .Εσύ έκανες Αντίσταση !
* * *
-”Και αυτός ο μισός κεφτές , ο δαγκωμένος κεφτές , πώς βρέθηκε γιαγιά μες το κλειδωμένο δωμάτιό του ;”τη ρωτούσε μουγκρίζοντας ο προδότης – διερμηνέας των βαρβάρων .
-” .. Έτσι ” απάντησε η γερόντισα . Και σφάλισε πεισματικά το στόμα της.
Οι κατακτητές δεν αμφέβαλαν πώς ο άλλος μισός πατατοκεφτές φαγώθηκε από εμένα τον ίδιο . Θύμωσε ο Γερμανός των ”S.S” και με το κοντάκι του όπλου του χτύπησε βάρβαρα την κυρά-Λένη στην αριστερή ”κλείδα” κοντά στο λαιμό . Αυτό ήτανε … Τα ανθρωπόμορφα τέρατα στείλανε τη γερόντισα που δεν άντεξε ύστερα από λίγο χρονικό διάστημα. Η θλίψη μου ακόμα και τώρα ύστερα από 50 ολόκληρα χρόνια , με βασανίζει το λάθος μου με τον κεφτέ . Σίγουρα αν είχα φάει και τον υπόλοιπο πατατοκεφτέ ίσως τα ”S.S” δεν θάβρισκαν κανένα στοιχείο και θα πίστευαν τη γερόντισα , ότι μπορούσε και να ήμουν ταξίδι …Γενναία κυρά-Λένη , άγνωστη σ’ άλλους ηρωίδα , πόσοι θα ζήλευαν την παλικαριά σου στα 80 σου χρόνια…
—————-
(*) Από όσους είχαν τα ”S.S” συλλάβει εκείνη την εφιαλτική νύχτα ξεκινώντας με μια λίστα στο χέρι – να μαζεύουν νέους ανθρώπους , όπως φοιτητές κυρίως, αρχίζοντας την επιχείρηση από την Παληά Κοκκινιά , ένας μόνο επέζησε τότε ο Γιάννης ο Κλειδάς , αγωνιστής κι’αυτός , λαμπρός ποιητής με σατιρική φλέβα . Καθισμένος μέσα στο γερμανικό καμιόνι , βάσταγε επάνω στα πόδια του ” ταμπλό” ζωγραφικής μου και τα χιουμοριστικά μου σκίτσα των ξεχωριστών Κοκκινιωτών φίλων και ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης μαζί και του αείμνηστου Αιμ.Βεάκη . Μου το ομολόγησε ο ίδιος μετά την Απελευθέρωση και με το χιούμορ που τον χαρακτήριζε , μου δήλωσε ο αθεόφοβος πως λαχταρούσε να δραπετεύσει από το καμιόνι , αλλά μελαγχολούσε πώς θάταν αδύνατο να βουτήξει και τα κάδρα μου , μια που τον υποχρέωσαν να τα κουβαλά στα γόνατά του .
Ο Κλειδάς πέρασε από ανάκριση , δεν του βρήκαν κανένα στοιχείο και τον άφησαν… Με την απελευθέρωση από τους Ούννους , ο σατιρικός μας ποιητής δούλεψε και αυτός μαζί μας στις καλλιτεχνικές και πνευματικές εκδηλώσεις του ΟΦΟΚ ( σημερινού ΟΦΟΝ ) Φοιτητικού Συνδέσμου κ.α. Που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ο προθάλαμος για την πατριωτική και αγωνιστική δράση , όσων φυσικά τώλεγε η… καρδιά τους…
Πήγε μετανάστης στη Λατινική Αμερική , δεν άντεξε για πολύ , και πλήρωσε τις ταλαιπωρίες και κακουχίες της Γερμανο-Ιταλικής κατοχής , πέθανε ύστερα από 50 χρόνια μακριά από τον τόπο του που αγάπησε και αγωνίστηκε γι’αυτόν …
ΜΙΧΑΛΗΣ ΝΙΚΟΛΙΝΑΚΟΣ